Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Ευαγγέλου Κογκάκη το ανάγνωσμα Νο6

Το έθιμο του κλήδονα

Ας λησμονήσομε για λίγο τις καθημερινές φροντίδες και προβληματισμούς, την οικονομική κρίση, τα μνημόνια και, αναπολώντας τα περασμένα, ας φέρομε στο προσκήνιο της μνήμης κάτι παραδοσιακό και ευχάριστο -μάλλον άγνωστο για τους νεότερους- το έθιμο του κλήδονα.

Οι Έλληνες και στην περίπτωσή μας οι κάτοικοι της Κρήτης, έχουν κρατήσει αρκετά στοιχεία λατρείας των αρχαίων Ελλήνων για τη φύση και τις ομορφιές της, για τα ήθη και έθιμα που είχαν και τα οποία έχουν περάσει σε μας με σχετικές τροποποιήσεις. Σύμφωνα με τους Στράβωνα, Διόδωρο κ.α. οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τους χρησμούς και τη μαντική ήταν οι Ιδαίοι δάκτυλοι ή άλλως Κουρήτες, Κ(ου)ρήτες μετέπειτα, και εκείνος που έμαθε στους Κρήτες το τόξο, το χρησμό και τη μαντική ήταν ο θεός Απόλλωνας.

Επομένως ο κλήδονας, όπως συνάγεται από τις ορολογίες του (ριζικάρι, μαντινάδα κ.τ.λ.), αλλά και από τα λεγόμενα των αρχαίων συγγραφέων είναι ένα έθιμο που ξεκίνησε από την Κρήτη και με τον καιρό επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα. (Μαντινάδες κανονικά λέγονται τα δίστιχα που περικλείουν κάποιο νόημα, κάποιο μαντάτο, άρα χρησμό. Ετυμολογία από το μαντεύω – μαντεύομαι).

Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει ότι ο κλήδονας και οι μαντείες υπήρχαν από την εποχή της εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο, 1500 π. Χ.

Η χριστιανική θρησκεία, άφησε το λαό ελεύθερο, να πραγματοποιεί πολλές από αυτές τις θρησκευτικές-λατρευτικές εκδηλώσεις και να χαίρεται τις χαρές της ζωής. Στα πλαίσια αυτών των εκδηλώσεων, που προέρχονται από τα αρχαία χρόνια, μπορούμε να εντάξουμε και το έθιμο του Κλήδονα που γίνεται ανήμερα της γιορτής του Άη-Γιάννη του Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου, αμέσως μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Γιορτή που σχετίζεται με τη μαντεία και την πρόβλεψη του ‘ριζικού’, από όπου πήρε και το όνομα ‘ριζικάρια’. Το έθιμο αυτό το συναντάμε στον Όμηρο (στη Σμύρνη υπήρχε ιερό κληδόνων) και στους Βυζαντινούς χρόνους την παραμονή του Αγίου Ιωάννου, οι άνθρωποι συναθροίζονταν σε ένα σπίτι και ‘γιόρταζαν’ τον κλήδονα κατά τρόπο παρόμοιο με τον σημερινό, έθιμο που το ονόμαζαν ‘κληδονισμό’. Επίσης οι Αλβανοί και οι Τούρκοι είχαν αυτό το έθιμο, το οποίο μάλλον το πήραν από τους Έλληνες.

Ξέρουμε ότι υπάρχει και το άλλο έθιμο για την ημέρα της Πρωτομαγιάς. Ο κόσμος τότε βγαίνει στην ύπαιθρο, χαίρεται και γιορτάζει τον ερχομό της άνοιξης, μαζεύει λουλούδια, φτιάχνει στεφάνια και να τα κρεμά πάνω από την πόρτα των σπιτιών. Την παραμονή της γιορτής τού Άη Γιάννη, στην κάθε γειτονιά μαζεύουν τα στεφάνια, ανάβουν μεγάλες φωτιές και οι άνθρωποι πηδάνε πάνω από τις φλόγες τραγουδώντας διάφορους στίχους. Οι στίχοι αυτοί έχουν σχέση με την υγεία και την κάθαρση του σώματος από κάθε αρρώστια καθώς οι άνθρωποι θεωρούν τη δύναμη της φωτιάς ικανή να απομακρύνει κάθε κακό.

Επίσης τον Άη-Γιάννη τον λατρεύουμε και ως άγιο ‘ριζικάρη’, δηλαδή ως άγιο που έχει μαντικές ικανότητες και μπορεί να προμαντεύει την τύχη των ανύπαντρων κοριτσιών. ‘Κλήδονα’ ή Κλείδωνα’ τον ονομάζουν γιατί έχει κλειδωμένα τα μυστικά, τη μοίρα κάθε ανύπαντρης κοπέλας.

Εδώ βλέπουμε ένα ακόμη συσχετισμό με τις αρχαίες γιορτές, προς τιμή του θεού Απόλλωνα, ως θεού της μαντικής.

Στην Αττική επί τουρκοκρατίας τον έλεγαν ‘Ριγανά’ γιατί εκείνη την ημέρα μάζευαν τη ρίγανη. Στη Χίο τον έλεγαν ‘Λιοτροπιό’ γιατί τότε αλλάζει τροχιά ο ήλιος κτλ.

Την παραμονή της γιορτής, το βράδυ, μια κοπέλα που είναι πρωτογέννητη και έχει στη ζωή και τους δύο γονείς, πηγαίνει στη βρύση να γεμίσει μια στάμνα με το «αμίλητο νερό». Το έλεγαν έτσι επειδή αυτή που την κουβαλούσε δεν έπρεπε να μιλήσει καθόλου. {Όπως ο πατέρας του Προδρόμου -ο Προφήτης Ζαχαρίας- όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ του ανήγγειλε ότι η σύζυγός του Ελισάβετ θα γεννήσει γιό και το όνομά του θα είναι Ιωάννης. Δυσπίστησε τότε, γνωρίζοντας ότι ήταν στείρα και γριά και ο ίδιος προχωρημένης ηλικίας. Τιμωρήθηκε γι’ αυτό και έμεινε άλαλος μέχρι τη γέννηση του Τιμίου Προδρόμου.}

Μετά κάθε μία από τις ανύπανδρες κοπέλες, έριχνε μέσα στη στάμνα με το νερό το ‘ριζικάρι’, δηλαδή ένα αντικείμενο όπως π.χ. δαχτυλίδι, καρφίτσα, σκουλαρίκι, νόμισμα, ή και κάποιο από τα φρούτα της εποχής πάνω στο οποίο είχε χαράξει τα αρχικά του ονόματός της. Στο τέλος σκέπαζαν το στόμιο της στάμνας με ένα κόκκινο ύφασμα ή μαντήλι, το έδεναν σφιχτά με ένα κορδόνι και πάνω έβαζαν ένα μεγάλο κλειδί, συνήθως από αυλόπορτα σπιτιού και κλείδωναν τον Κλήδονα. «Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ’ Άη-Γιαννιού τη χάρη – κι απού ’χει ριζικό καλό να δώσει και να πάρει». Άφηναν τέλος, τη στάμνα όλη νύχτα στην ύπαιθρο να τη δούνε τ’ αστέρια. «Κλειδώνουμε τον κλήδονα μ’ ένα χρυσό κλειδάκι, κι απόης τον αφήνουμε όξω στο φεγγαράκι».Λέγεται ότι τα κορίτσια τη νύχτα αυτή θα ονειρευόταν τον μέλλοντα σύζυγό τους.

Ανήμερα του Άη-Γιαννιού, πριν ανατείλει ο ήλιος ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων, το κορίτσι που είχε φέρει το αμίλητο νερό, έβαζε τη στάμνα μέσα στο σπίτι. Την ίδια μέρα μαζεύονταν πολλοί, γυναίκες, άνδρες και έγγαμοι, μάρτυρες της ‘μαντικής’ τελετουργίας, για να βγάλουν τα ριζικάρια από τη στάμνα. Η όλη διαδικασία συνοδευόταν με μαντινάδες. Τα κορίτσια τραγουδούσαν: «Ανοίξετε τον Κλήδονα με τ’ Αη-Γιαννιού τη χάρη κι όπου είναι καλορίζικος, κείνος θε να προβάλει», ή «Ανοίξετε τον Κλήδονα με τ’ Άη-Γιαννιού τη χάρη κι όποια έχει μήλο κόκκινο ας έρθει να το πάρει».

Μετά από κάθε μαντινάδα, το ίδιο κορίτσι -η υδροφόρος- έβαζε το χέρι της μέσα στη στάμνα, έβγαζε ένα αντικείμενο -το ριζικάρι- αφού προηγουμένως τα κορίτσια είχαν πει μαντινάδα που αφορούσε την κοπέλα που ήταν δικό της το ριζικάρι.

Η μαντινάδα εθεωρείτο χρησμός για το πρόσωπο στο οποίο ανήκε το αντικείμενο. Από το συσχετισμό του αντικειμένου με το τραγούδι έβγαινε η μαντεία. Οι μαντινάδες συνήθως ήταν ερωτικές, αλλά πολλές φορές και με σατυρικό νόημα.
Ήταν ένα είδος δημοτικής ποίησης με ομορφιά και μεγάλη αξία.

«Ανοίξετε τον Κλήδονα να βγει χρυσή βελόνα,
του χρόνου σαν και σήμερα να βάλεις αρραβώνα.

Ανοίξετε τον Κλήδονα να δω το ριζικό μου,
να δω αν θα στεφανωθώ τον αγαπητικό μου.

Η μαντινάδα τη δουλειά του τηλεγράφου κάνει,
πέμπει ο νιός τα σήματα κι η κοπελιά τα πιάνει.

Ανάθεμά τον πού ’λεγε πως είν’ γλυκιά η αγάπη,
μα εγώ την εδοκίμασα κι είναι πικρή, φαρμάκι.

Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι γάτα να διαβάζει,
τότε κι εσύ θα παντρευτείς να κάνει ο κόσμος χάζι.

Μες στη φωθιά να καίγομαι, σαν το κερί να λιώνω,
άθος να γίνει το κορμί για σε, δε μετανιώνω.

Ως έχεις την απομονή, έχε και την ολπίδα,
με τον καιρό το γιασεμί αθεί και βγάνει φύλλα.

Μισεύγεις, κλαίνε τα πουλιά, μαραίνονται τα δάση άχι,
τον έρμο τον καιρό, και πότε θα περάσει.

Αγάπη δίχως πείσματα, δίχως καημό και πόνο
είναι αγάπη ψεύτικη, ψευθιάς αγάπη μόνο.

Μην τόνε κλαις τον αετό όπου πετά οντέ βρέχει
μα κλαίγε το μικρό πουλί, οπού φτερά δεν έχει.

Ήμουνε κράχτης πετεινός κι εδά στα γεραθειά μου
να με τζιμπούν οι γι-όρνιθες δεν το βαστά η καρδιά μου.

Πότες, μωρέ, με φίλησες και πας και το καυχάσαι;
μουδέ τσ’ αθρώπους ντρέπεσαι, μουδέ Θεό φοβάσαι!

Αυτά τα λεν στον κλήδονα όσοι δεν έχουν γνώση
κι όμως τα ίδια στη Βουλή τά ’πανε κι οι τρακόσοι!

Σε κάποια μέρη, μόλις τελειώνουν τα ριζικάρια, οι κοπέλες γεμίζουν το στόμα τους με ‘αμίλητο νερό’, πηγαίνουν έξω, περιμένοντας να ακούσουν κάποιο αντρικό όνομα. Στο πρώτο όνομα που ακούν, φτύνουν το νερό από το στόμα τους και πιστεύουν, ότι θα είναι το όνομα του μελλοντικού άνδρα τους. Σχετικά με αυτό συμβαίνουν πολλά πειράγματα μεταξύ των νέων.

Σε άλλα μέρη, αν ανοίξουν τον κλείδωνα νωρίς, πηγαίνουν σε ένα πηγάδι και ρίχνουν μέσα λίγο αμίλητο νερό. Μετά, με έναν καθρέπτη αντανακλούν τις ακτίνες του ήλιου μέσα στο πηγάδι, προσπαθώντας με την αντανάκλαση να δουν στην επιφάνεια του νερού το πρόσωπο εκείνου που θα παντρευτούν.

Το έθιμο του Κλήδονα, όπως και πολλά άλλα, είναι χαρακτηριστικά της σύνδεσης που έχει ο άνθρωπος με τις δυνάμεις της φύσης και με τα Θεία στα οποία προσφεύγει ζητώντας βοήθεια και στήριξη για ό,τι πρόκειται να συμβεί στη ζωή του.

Δυστυχώς όμως το έθιμο αυτό, όπως και πολλά άλλα, φθίνουν χρόνο με το χρόνο και σήμερα τα συναντάμε μόνο σε λίγα χωριά.

Σημείωση: Οι μαντινάδες δεν ανήκουν στον γράφοντα.


Ο Βαγγέλης Κογκάκης είναι
δάσκαλος, συνταξιούχος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου