Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Ευαγγέλου Κογκάκη το ανάγνωσμα Νο5

Οι παρίες των φαναριών


Κατά τον 20ό αιώνα η Ελλάδα υπήρξε χώρα αποστολής μεταναστών. Από το 1900 ως το 1917, 450.000 Έλληνες μετανάστευσαν στις Η.Π.Α. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το 1977, σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις μετανάστευσαν περίπου 1.000.000 Έλληνες.

Το 61% κινήθηκε προς τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης, κυρίως προς τη Δυτική Γερμανία. Επίσης πολλοί εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία, στις ΗΠΑ, στον Καναδά και οι υπόλοιποι σε άλλες υπερπόντιες χώρες. Από το σύνολο των Ελλήνων μεταναστών του 20ού αιώνα υπολογίζεται ότι το 40% περίπου επέστρεψε στην Ελλάδα.

Σήμερα… ποιος το περίμενε ότι η Ελλάδα θα γινόταν χώρα υποδοχής μεταναστών κυρίως από τις όμορες βαλκανικές χώρες.

Το 1989 επήλθε η πτώση του τείχους του Βερολίνου και το 1991 η Σοβιετική Ένωση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διαλύθηκε. Οι 14 σοσιαλιστικές ‘δημοκρατίες’ της Ε.Σ.Σ.Δ. και οι άλλες δορυφορικές θα καταρρεύσουν και οι κάτοικοι των φτωχότερων θα στραφούν προς τις χώρες τις Νοτιοδυτικής Ευρώπης ή τις γειτονικές προς αυτές χώρες.

Τη χώρα μας θα κατακλύσουν μετανάστες από τη Ν. Α. Ευρώπη και κυρίως από την Αλβανία. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου της Ελλάδας αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την επιλογή της ως τόπου παραμονής ή μόνιμης εγκατάστασης οικονομικών μεταναστών, συνετέλεσε δε και ως κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της οικονομίας μας, όπως και πολλών άλλων χωρών.

Πόλεμοι, εμφύλιες συγκρούσεις, φτώχεια, άνιση κατανομή πλούτου, δικτατορικά καθεστώτα προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από την Αφρική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή. Πλέον των 175 εκατομμ. ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, δεν είναι πολίτες στη χώρα στην οποία ζουν.

Η χώρα μας στις αρχές του 1996 είχε περισσότερους από 500.000 παράνομους οικονομικούς μετανάστες. Τότε είχαν δημιουργηθεί στρατόπεδα συγκέντρωσης που βαφτίζονταν «χώροι φιλοξενίας». Από εκεί άνοιγε ο δρόμος για μαζικές απελάσεις με το αρνητικό πρόσημο -λαθρο. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι να χαρακτηρίζονται λαθραίοι από καθεστώτα που με τη δική των συνενοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις φέρουν την ευθύνη για τον ξεριζωμό τους.

Με προεδρικά διατάγματα το 1997 πέτυχαν να βγάλουν από τη ζώνη της παρανομίας 200.000 περίπου. Όμως ο οικονομικός μετανάστης, ο ξένος, ο λαθρομετανάστης, ο ‘ξενομπασάρης’, αντιμετωπίζεται διαφορετικά, με ‘περίεργο’ τρόπο από την ευρωπαϊκή κοινωνία αλλά και ως αναγκαίο κακό. Είναι ευπρόσδεκτος σε ότι αφορά την παροχή από αυτόν φτηνής εργασίας, άρα ως σημαντικός παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης, όμως είναι και ανεπιθύμητος ως διεκδικητής θέσεων εργασίας από τους γηγενείς συναδέλφους του.

Για την πολιτεία το πρόβλημα αναφέρεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις αυτής προς τον μετανάστη πράγμα το οποίο υποβαθμίζει. Το μόνο μέλημά της είναι η αξιοποίησή του ως φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά προς όφελος των εργοδοτών. Φυσικά θα έπρεπε να του διασφαλίζει ίση μεταχείριση, δικαίωμα στην εργασία και στην ασφάλιση όπως και αυτό που ορισμένοι μελετητές ονομάζουν ‘‘κοινωνική υπηκοότητα’’.

Έχετε παρατηρήσει πόσο έχουν αυξηθεί τα απλωμένα χέρια, ζητώντας ικετευτικά τον οβολό σας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, στους δρόμους του Ηρακλείου, στις λαϊκές αγορές, στα καταστήματα, στα λεωφορεία, στις εκκλησίες, ακόμη και στα δημόσια γραφεία;. Ας θυμηθούμε τους παρίες των φαναριών. Δεν χρειάζονται συστάσεις. Τους ξέρετε, τους αντιμετωπίζετε καθημερινά.

Στις διασταυρώσεις των δρόμων, όπου λειτουργούν φανάρια για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας των οχημάτων, σε περιμένει ο Πακιστανός, ο Αφγανός, ο μελαχρινός συνήθως, που με το κοντάρι και το αφρολέξ σού προτείνει να καθαρίσει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου σου. Τις περισσότερες φορές -αν δεχθείς- το πασαλείφει επειδή βιάζεται να προλάβει. Ε, να μην του δώσω τίποτε ψιλά του ‘κακομοίρη’!

«Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» υπογραμμίζει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Άλλος αφήνει στο παρμπρίζ 3-4 αυτοκινήτων από ένα πακέτο χαρτομάντιλα και επιστρέφει γρήγορα να εισπράξει λίγα κέρματα ή να τα πάρει πίσω. Η επαιτεία είναι πράξη μειωτική για τον επαίτη και για την κοινωνία στην οποία ζει. Λέγεται ότι είναι ο εύκολος τρόπος να εξασφαλίζει κανείς τα προς το ζην. Όμως υπάρχουν κυκλώματα και σπείρες που πλουτίζουν από την ευαισθησία του πλήθους.

Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πότε ο ζητιάνος είναι ένας άτυχος και αδικημένος συνάνθρωπος, ή είναι κάποιος επαγγελματίας και πότε η ζητιανιά είναι δεύτερο επάγγελμα. Και επειδή πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι είναι προτιμότερο να κάνουν λάθος ευνοώντας κάποιον παρά αγνοώντας ή αδικώντας τον, προσφέρουν μια μικρή βοήθειά, καθιστώντας έτσι την επαιτεία μια προσοδοφόρα απασχόληση. Πολλά παιδιά τσιγγάνων 8-12 χρόνων, απλώνουν το χέρι ζητιανεύοντας.

Μερικά είναι και θρασύτατα. Όταν κάποτε αδιαφόρησα στις παρακλήσεις ενός, αυτό με έβρισε χυδαία! Θύμωσα και κινήθηκα να ανοίξω την πόρτα του οδηγού. Εκείνο τότε έτρεξε για να φύγει και παρά λίγο να το χτυπήσει το παραπλεύρως διερχόμενο αυτοκίνητο. Ανατρίχιασα! Θα γινόμουν αιτία σοβαρού τροχαίου δυστυχήματος.

Άλλες φορές πάλι, -εκεί όπου απουσιάζουν τα ελάχιστα προς το ζην, περισσεύει η ελπίδα και το όνειρο- σε σταματούν νέοι άνδρες και διστακτικά-ντροπαλά σου ζητούν βοήθεια. Είναι ντυμένοι φτωχικά και φέρονται περίεργα. Σου δίνουν την εντύπωση ότι προσπαθούν να εξοικονομήσουν χρήματα για τη ‘δόση’ τους.

Δεν είναι πάντα έτσι. Πολλές φορές άλλοι 50-60 ετών, περιποιημένοι, ντυμένοι αξιοπρεπώς με ρούχα, απομεινάρια της άλλοτε καλής ζωής, παρατηρώντας γύρω μήπως τους βλέπει κάποιος γνωστός, σε παρακαλούν για λίγα χρήματα, απλώνοντας την μισο-ανοιγμένη παλάμη τους. Όλοι αυτοί δεν είναι οι κατ’ επάγγελμα, οι συνηθισμένοι επαίτες. Είναι εκείνοι που -λόγω της οικονομικής κρίσης- έχασαν την εργασία τους ή έκλεισαν το κατάστημα, το μικρό εργαστήριό τους. Χτύπησαν πολλές πόρτες αλλά δεν κατάφεραν να βρουν μια οποιαδήποτε δουλειά.

Άλλοι είναι οι συνταξιούχοι των πενιχρών αποδοχών ή εκείνοι του ταμείου ανεργίας. Οι τελευταίοι εισπράττουν, ανάλογα με τα μέλη της οικογενείας των, 450 έως 600 € το μήνα με τα οποία πρέπει να ζήσουν, να πληρώσουν και το ενοίκιο. Το εισόδημα του φτωχού ακόμα και αν επιτρέπει την εφήμερη επιβίωση, εφόσον απέχει πολύ από το μέσο εισόδημα της πλειοψηφίας, δεν τον απαλλάσσει από τη φτώχια που είναι ‘‘η χειρότερη μορφή βίας’’ κατά τον Γκάντι

Συνέπεσε δύο φορές τους τελευταίους μήνες να με σταματήσουν κυρίες, που χαμηλόφωνα και με ευγένεια μου ζήτησαν δουλειά, δηλαδή να φροντίζουν κυρίους ηλικιωμένους ή αρρώστους, όπως είπαν. Στα μάτια τους, στο πρόσωπό τους ήταν αποτυπωμένη η λύπη, η απελπισία, η απόγνωση λόγω της απόλυτης ένδειας. Θυμήθηκα τα λόγια της Αντιγόνης, (ήταν διαφορετική η αιτία), από την ομώνυμη αρχαία τραγωδία του Σοφοκλή: «Κι αν πεθάνω πριν την ώρα μου, κέρδος εγώ το λέω αυτό, γιατί όποιος ζει μέσα σε τόση όση εγώ δυστυχία πώς να μην είναι ο θάνατός του κέρδος;»

Και το τελευταίο…

Σε μια ραδιοφωνική εκπομπή ένας απελπισμένος άνδρας 35 ετών, ελαιοχρωματιστής, πατέρας 3 παιδιών, ζητούσε οποιαδήποτε εργασία με ημερομίσθιο έστω δέκα (10)€ επειδή δεν μπορούσε πλέον να λέει στα παιδιά του ότι δεν έχει να τους δώσει ένα ευρώ το πρωί που έφευγαν για το σχολείο. Ο αρχαίος ποιητής Ησίοδος αναφέρει: «Έργον δ’ ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ’ όνειδος». Ευτυχώς, κάποιος ακροατής, χωρίς να αναφέρει το όνομά του, ζήτησε να τον πάρει στο συνεργείο του -ελαιοχρωματιστών- για ένα μήνα. Η ευαισθησία και η καλοσύνη του Έλληνα παραμένουν ευτυχώς αναλλοίωτα συναισθήματα.

Ανεργία. Μία άλλη πολύ επικίνδυνη μορφή βίας. 15.789.000 Ευρωπαίοι ήταν άνεργοι τον προηγούμενο Μάιο, δηλαδή το 10% του εργατικού δυναμικού. Είναι το υψηλότερο επίπεδο ανεργίας από τη δημιουργία της ευρωζώνης το 1999. Όμως στους νέους των 15-24 ετών το ποσοστό έφτασε το 27,5% και σε εκείνους των 25-34 ετών το 12,6%. Όλα αυτά επισήμως. Επειδή ανεπισήμως τα πράγματα είναι χειρότερα και αναμένεται να γίνουν χείριστα. Στην Ελλάδα το 29,2% των νέων μεταξύ 15-24 ετών εργάζεται σε θέση επισφαλούς εργασίας ή με συμβόλαιο προσωρινής απασχόλησης.

Η λεγόμενη κοινωνική έκρηξη, την οποία όλοι φοβούνται, θα έχει πρωταγωνιστές όλους εκείνους που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Τους ανέργους, οι οποίοι είναι παγιδευμένοι στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην επαρχία τα πράγματα λειτουργούν και ρυθμίζονται διαφορετικά. Η κυβέρνηση, τώρα που τέλειωσε με τα ‘μέτρα’, οφείλει να δημιουργήσει σοβαρό δίκτυο απασχόλησης και προστασίας των ανθρώπων αυτών. Έτσι δεν πρέπει να προκαλεί ερωτηματικά το παράδοξο όταν ο Έλληνας των 25-34 ετών καθυστερεί να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία. Τα αγόρια φεύγουν κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30 ετών, ενώ τα κορίτσια των 28 ετών.

Η ‘φυγή’ στο εξωτερικό προς αναζήτηση προσωπικής επαγγελματικής διεξόδου είναι ήδη μια αυξανόμενη τάση κατά προτίμηση κυρίως των νέων (ειδικά σε μια μερίδα νέων επιστημόνων ή κατόχων μεταπτυχιακών και διδακτορικών πτυχίων) ή σε στελέχη καριέρας. Όμως δεν είναι βέβαιο ότι όσοι κάνουν αυτή τη σκέψη θα την ακολουθήσουν μέχρι τέλους.

Η επίδραση της ανόδου της ανεργίας στους μετανάστες είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τα γηγενή εργατικά δυναμικά, καθώς απασχολούνται κυρίως σε τομείς οι οποίοι έχουν πληγεί βαρύτατα από την κρίση: Οικοδομές, βιομηχανία, πωλήσεις, η ‘μαύρη’ ανασφάλιστη εργασία η οποία τρέχει με ρυθμούς καλπασμού, φτάνοντας το 25%, όπως δήλωσε στη Βουλή ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας.

Τελευταία οι οικονομικοί μετανάστες επιστρέφουν στις πατρίδες των, ξεριζωμένοι οι δυστυχείς για δεύτερη φορά. Όπως όμως με διαβεβαίωσε ένας από αυτούς θα επανέλθουν σύντομα, ευελπιστώντας στην ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας, πιεζόμενοι και από την εκεί ανεργία αλλά και από τα παιδιά των που γεννήθηκαν, έζησαν και συνήθισαν στην Ελλάδα.

* Ο Βαγγέλης Κογκάκης είναι δάσκαλος, συνταξιούχος

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ στις 19/7/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου