Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Σχόλια από την καθημερινή ζωή.

Η νυχτερινή διασκέδαση !

Του  Βαγγέλη Κογκάκη*
Πώς θα περάσει η βραδιά;   

Μα, αρκετοί τρόποι υπάρχουν.
Να καθίσεις στο σπίτι σου απέναντι από την T.V. παρακολουθώντας όλα τα απογευματινά και βραδινά σήριαλ των τηλεοπτικών σταθμών με τα απίθανα σενάρια, ελληνικά, αμερικάνικα, βραζιλιάνικα, πολλά τούρκικα εσχάτως κ. ά.

Για την ενημέρωσή σου υπάρχουν οι εμβόλιμες παρεμβολές με επώνυμους και ανώνυμους λυμεώνες όλων των κοινωνικών τάξεων και επαγγελμάτων, λειτουργών του δημοσίου, της δικαιοσύνης και του Υψίστου, που λυμαίνονται με τις απάτες και τα συναφή εγκλήματα δημόσιους, ιδιωτικούς και ιερούς κορβανάδες. Θα ενημερωθείς επίσης για λιμούς, λοιμούς, λυγμούς, σεισμούς, καταποντισμούς, κουτσομπολιά -κοινωνική κριτική- για τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τους εμφυλίους πολέμους μεταξύ μεγαλοδικηγόρων, δικηγόρων, δικαστικών, υπουργών, βουλευτών, πολιτικών κομμάτων και πολιτικών, ως και τηλεοπτικών σταθμών, με τα πολλά ‘παράθυρα’ των δελτίων ειδήσεων.
(Ο συναγωνισμός, ανταγωνισμός καλύτερα, της υπερβολής).

Μπορείς αν θέλεις με τη συντροφιά σου, να καθίσεις σε ένα καφέ-ζαχαροπλαστείο -όχι μπαρ με το ηχείο πάνω από το κεφάλι σου- και πίνοντας το ποτό σου να συζητήσεις θέματα κοινού ενδιαφέροντος, ή…

Να ανταποκριθείς στην πρόσκληση φίλου ή γνωστού σου για δείπνο στο σπίτι του ή σε κάποιο ξενοδοχείο, όπου μετά το φαγητό μπορείς να περάσεις ευχάριστα με φιλική συζήτηση για τα πολλά θέματα. Μπορείς, αν σου αρέσει να παίξεις και χαρτιά άνευ ιδιαιτέρας απώλειας ή κέρδους χρημάτων.

Αν ποτέ αποφασίσεις να διασκεδάσεις με την συντροφιά σου μετά μουσικής και μάλιστα ζωντανής τότε αρχίζει ο πονοκέφαλος (μεταφορικά και κυριολεκτικά).
Ανοίγοντας ένα λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας θα διαβάσεις:

‘‘Μουσική’’. Σύνολο ήχων οργανωμένων, έτσι ώστε να διαθέτουν ρυθμό, αρμονία, μελωδία και να αποτελούν ευχάριστο άκουσμα για το ανθρώπινο αυτί. Είναι δε η μουσική, γλυκιά, εύθυμη, υποβλητική, κλασική, πένθιμη. Επίσης σοβαρή, ελαφρά, μοντέρνα, έντεχνη, παραδοσιακή, χορευτική, ηλεκτρονική, μονοφωνική, στερεοφωνική, δημοτική, ευρωπαϊκή, βυζαντινή, εκκλησιαστική, φωνητική, οργανική, πολυτονική, αρμονική, ευχάριστη κ. ά. Πουθενά δεν υπάρχει ο όρος εκκωφαντική…

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, όντες λάτρεις για κάθε τι το ωραίο και της μουσικής, όρισαν ως προστάτη της τον ωραιότερο θεό, τον Απόλλωνα.
Μουσικότητα, μελωδικότητα, αρμονία, μπορούμε να αποδώσουμε σε ένα άκουσμα.
Μελωδός (αρχαιοπρεπώς) ονομαζόταν εκείνος που συνέθετε μελωδίες όπως και αυτός που τραγουδούσε, ο αοιδός, ο τραγουδιστής.

Ηχεί σαν μουσική η φωνή του, λέμε για εκείνον που έχει ευχάριστη και μελωδική φωνή.
Γιατί αναφέρομαι τόσο εκτενώς στη μουσική; Πρέπει να το έχετε εννοήσει.
Είχα τη χαρά τους τελευταίους μήνες να προσκληθώ σε πολλούς γάμους και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις οι οποίες κατέληγαν σε κοσμικό κέντρο για δείπνο μετά μουσικής. Από εκείνα τα κέντρα τα οποία -in memoriam του αείμνηστου Υπουργού Ευάγγ. Γιαννόπουλου- είναι και ‘πολιτιστικά κέντρα’, διεκδικούν δε μερίδιο για παραγωγική συμμετοχή στον νεοελληνικό πολιτισμό.

Συνήθως φίλοι και γνωστοί σχηματίζοντας χαρούμενες παρέες καθόμαστε σε ένα τραπέζι κι άρχιζε η ευχάριστη κουβεντούλα, γρήγορα, για να προλάβουμε να καλησπερίσουμε ο ένας τον άλλον και αναφερθούμε σε ό,τι θέλουμε πριν αρχίσει η ‘ζωντανή μουσική’.

‘Πες το μ’ ένα τραγούδι…’ Τι το ωραιότερο! Ολόκληρος ο αιώνας που πέρασε -είμαστε και σ’ αυτό ανάδελφοι- είναι κατά κάποιο τρόπο μελοποιημένος. Το ιστορικό και κοινωνικό αρχείο του έχει καταγραφεί με την παρασημαντική. Αειθαλή λαϊκά ρεφραίν και μεγαλειώδη ρεμπέτικα, γνήσια ή παραποιημένα, πρωτότυπα ή αειφόρως ανακυκλούμενα, αταξικά- διαταξικά- διακομματικά- αλλά πάντα διαχρονικά και ακατάβλητα, διατηρούν την σφριγηλότητά τους, χρόνια-δεκαετίες, από το δεύτερο ήμισυ, από όσα θυμάμαι, του 20ου αιώνα. Άξια ή ψευδεπίγραφα αντιπροσωπεύουν μέρος της καθημερινής πνευματικής μας παράδοσης και δημιουργίας γνήσιας ή επιφανειακής.

Κι ενώ απολαμβάνουμε το γευστικό και πλούσιο δείπνο μας συζητώντας… ξαφνικά ακούγεται μια μουσική υπόκρουση, που γίνεται συνεχώς εντονότερη και κορυφώνεται σε ένα ξέσπασμα όλων των πνευστών, κρουστών και εγχόρδων οργάνων. Οι προβολείς αναβοσβήνουν τρελά και στην σκηνή-πίστα έχουν παραταχθεί 5-6 αοιδοί, ατάλαντοι εν πολλοίς, άνδρες και γυναίκες, κρατώντας από ένα μικρόφωνο, με φανταχτερά και πολλάκις αποκαλυπτικά φορέματα οι κυρίες κι αρχίζουν με ένα εκκωφαντικό κόρο από το ρεφραίν του τελευταίου ‘σουξέ’. Είναι η εισαγωγή, για να δηλώσουν ανενδοίαστα, απεριφράστως και θρασέως: ‘Εμείς είμαστε εδώ’. ‘Η νύχτα είναι δική μας’. Συνεχίζουν με σόλο τραγούδι ο κάθε ένας, το δε ρεφραίν πάλι σε ντουέτο ή κόρο. Φυσικά η ένταση της μουσικής είναι τόσο ισχυρή ώστε κάθε απόπειρα επικοινωνίας μεταξύ μας αποτυγχάνει.

Στην αρχή, επί 10-15 λεπτά, το πρόγραμμα περιλαμβάνει συνήθως το παλιό έντεχνο ή λαϊκό τραγούδι. Ελληνικότατο. Το θυμάσαι στην πρώτη του εκτέλεση, από τον επώνυμο τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, με την απαλή γλυκιά φωνή και το σιγοψιθυρίζεις. Αναφέρεις το συνθέτη και το στιχουργό πολλές φορές. Έχουμε, βέβαια -ειρήσθω εν παρόδω- πολλούς καταξιωμένους συνθέτες και στιχουργούς που έχουν συνθέσει ανεπανάληπτη μουσική σε υπέροχους στίχους.
Όμως μέσα σε αυτήν την οχλαγωγία που προκαλεί η τρομερή ένταση της μουσικής πώς να επιτευχθεί η έκσταση, η κατάνυξη, πολλώ δε μάλλον η μέθεξη!

Ακολουθούν τα τραγούδια-επιτυχίες, που διαρκούν χωρίς διάλλειμα αρκετή ώρα, από τραγουδιστές που βαπτίζονται αστέρια του πενταγράμμου μέσα σε μια νύχτα. Αυτά, τα τελευταία, αντέχουν στο χρόνο ολίγες εβδομάδες ή μία σεζόν.

Στη συνέχεια αρχίζουν τα χασάπικα, τα ζεϊμπέκικα και τα καψούρικα. ‘Παραγγελιά’ αναγγέλλει το μεγάφωνο -τουτέστιν ‘κάντε όλη στη μπάντα, γουστάρει και χορεύει σόλο ο…πιο εκφραστικός χορευταράς’! (Για την κατανάλωση της σαμπάνιας. Παλιότερα είχαμε τα σπασίματα των πιάτων, στη συνέχεια τα πανεράκια με τα γαρύφαλλα, εσχάτως δε τις σαμπάνιες. Ας μην λησμονούμε ότι ζούμε (ζούσαμε, αόριστος, λόγω οικονομικής κρίσης) σε έναν παροξυσμό υλικών αγαθών.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα θα θυμηθεί η ορχήστρα ότι ‘ψυχαγωγεί’ Κρητικούς. Για μερικά λεπτά θα ακουστούν ο χανιώτικος, ο καλαματιανός (τον αγαπάμε πολύ κι αυτόν), ο πεντοζάλης, κι ο πηδηχτός ή μαλεβιζιώτης. Οι δύο τελευταίοι χοροί είναι σωστή απόλαυση όταν χορεύονται από δεξιοτέχνες, λεβεντόκορμους άνδρες και γυναίκες. Τα σώματα τεντωμένα, γεμάτα ζωντάνια και σφρίγος, συνταράζονται με το γοργό βηματισμό του χορού σ’ ένα ατέλειωτο κρεσέντο που κόβει την ανάσα. Οι καρδιές ξεχειλίζουν από χαρά. Ο χρόνος λες κι έχει σταματήσει κι ο χώρος είναι πια μικρός για τόση ενέργεια.

Όμως, δυστυχώς κάθε τι το ωραίο δεν διαρκεί επί μακρόν.

Μετά τα μεσάνυχτα αρχίζουν τα ατέλειωτα τσιφτετέλια, ‘ελληνικότατα’ βέβαια, λικνιστικά και αισθησιακά, διεκδικούν συμμετοχή στην ελληνική κουλτούρα. Greece by night. Ένταση αμείωτη της μουσικής, ένταση της συναισθηματικής φόρτισης, ένταση στη λάγνα κίνηση και όποιος αντέξει μέχρι πρωίας. Τώρα, παραφράζοντας τον Αριστοτέλη αρμόζει το: «Πάντες άνθρωποι του ειδέναι (χορεύειν) ορέγονται φύσει» ή μήπως η μουσική εξημερώνει τα ήθη’.

Αναρωτιέμαι αν αυτό θεωρείται διασκέδαση. Μήπως είναι μια κάποια επίδειξη ισχύος του καταστήματος, της ορχήστρας και όλων των συντελεστών; Ή προσπαθούν να καλύψουν ατέλειες; όπως ορισμένοι υποθέτουν, πράγμα το οποίο φαίνεται αδιανόητο, αλλά λογικό. Αναρωτηθείτε κι εσείς.

Μεμψιμοιρώ εξ αιτίας της ηλικίας μου; Ίσως. Όμως, προσπαθώ να τύχω κάποιας λογικής απαντήσεως των νεοτέρων, αλλά εκείνοι… ξεφεύγουν, απαντώντας μου συγκαταβατικά και με χαμόγελο: ‘Ναι, έχετε δίκιο!’.

Με τη συνοδεία της λύρας και του λαγούτου, νεαροί Κρητικοί με τοπικές παραδοσιακές ενδυμασίες, χορεύουν πεντοζάλη. Λέγεται ότι κάπως έτσι χορευόταν και ο πυρρίχιος.

Ο Βαγγ. Κογκάκης είναι δάσκαλος, συνταξιούχος




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου