Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ, Σχόλια από την καθημερινή ζωή

Του Βαγγέλη Κογκάκη
Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην πόλη μας, πολλά παραδοσιακά οικοδομήματα να μετατρέπονται σε εστιατόρια, ταβέρνες, μπαρ, καφενεία κ. ά. Έτσι και στην οδό Κυδωνίας, στο κέντρο της πόλης, ένα παλιό πετρόχτιστο διώροφο σπίτι με μια μεγάλη αυλή έχει μετατραπεί σε μια ξεχωριστή, παραδοσιακή ταβέρνα με τη ονομασία ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ή Conte miri.

Έχω την εντύπωση πολλές φορές ότι κάποια περιστατικά δεν είναι εντελώς τυχαία. Κάπου σε μια στροφή του δρόμου μάς περιμένει το απροσδόκητο παρελθόν για να μας αιφνιδιάσει με την… επικαιρότητά του. Έτσι κάποια μέρα βρέθηκα μπροστά σ’ αυτήν την ταβέρνα όπου ανταμώθηκαν το χθες με το σήμερα. Πόσες νοσταλγικές αναμνήσεις κατέκλεισαν το νου και την καρδιά μου!

‘Πάλαι ποτέ’, πριν από 50 τόσα χρόνια, τρεις νεαροί φοιτητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου, είχαμε νοικιάσει ένα ευρύχωρο δωμάτιο στον όροφο. Ο Γιάννης από τη Ροδιά (Κωστάκης), Γιάννης ο ‘Στειακός’ (Λιμνιωτάκης) κι εγώ. Νεανικά όνειρα, μεγάλες προσδοκίες, ευοίωνες ελπίδες και τρελά σχέδια κατέκλυζαν καθημερινά το μεγάλο δωμάτιο που μαζί με τις μικροχαρές γέμιζαν τη ζωή μας. Τα νιάτα! Χωρίς ελπίδες και όνειρα πώς θα ανδρωθούν ;

Οι σπιτονοικοκυρές μας ήταν τρεις ηλικιωμένες Ηρακλειώτισσες. Η Μαρία η μεγαλύτερη -γύρω στα 65- ήταν μοδίστρα, η Ευτέρπη 3-4 χρόνια νεότερη ήταν κορδελιάστρα και η Χαρίκλεια η μικρότερη -γύρω στα 55- ήταν καπελού. Τις αναφέραμε με το παρωνύμιο ‘‘Οι Τρεις Χάριτες’’! Ίσως κι αυτές στα νιάτα τους να είχαν ομορφιά, ευφροσύνη και χάρη, όπως τις τρεις αρχαιοελληνικές θεότητες, όμως δεν θα τις συνδέαμε και με τη γονιμότητα επειδή ποτέ δεν είχαν σύζυγο!

Και οι τρεις δεν εξασκούσαν το επάγγελμά των, αχρείαστο μετά το 1950, όμως πάντα κάτι κεντούσαν, έραβαν ή έπλεκαν για να συμπληρώσουν το εισόδημά από τα ενοίκια. Μου είχαν ιδιαίτερη συμπάθεια και ήμουν για εκείνες το ‘καλό παιδί’, επειδή μόνο η μητέρα μου τις είχε επισκεφθεί με μικρά δώρα από το χωριό και είχε συνομιλήσει μαζί τους.

Ένας ψηλός πετρόχτιστος τοίχος, με σπασμένα γυαλιά καρφωμένα στην κορυφή για ασφάλεια, περιέκλειε μια ευρύχωρη αυλή. Μια μεγάλη βαριά δίφυλλη ξύλινη πόρτα ήταν η είσοδος, με το κόντε-μιρί πίσω της. 4-5 μεγάλα δένδρα και πολλά πολύχρωμα μυρωδάτα λουλούδια σε παρτέρια έδιδαν μια αρχοντική ομορφιά, μια ιδιαίτερη γοητεία στο χώρο.

Δεξιά μια ασβεστωμένη πέτρινη εξωτερική σκάλα -με μια γλάστρα σε κάθε σκαλοπάτι- οδηγούσε στο όροφο και στο βάθος της αυλής μια μεγάλη τζαμαρία έκλεινε ένα άνετο δωμάτιο όπου συνήθως περνούσαν την ημέρα τους οι 3 σπιτονοικοκυρές. Αριστερά ήταν μια πετρόχτιστη τουαλέτα, μπροστά της καρφωμένη στον τοίχο μια βρυσούλα που γέμιζε νερό με το κανάτι και στο πλάι ένας μικρός καθρέφτης για το ξύρισμα.

Στον όροφο ένας διάδρομος οδηγούσε σε 3 δωμάτια. Το μεγάλο στενόμακρο δεξιά είχαμε νοικιάσει εμείς. Αριστερά σε ένα μικρότερο έμενε ο Γιώργος, φοιτητής από τα Χανιά, σοβαρός, ολιγόλογος, που πάντα είχε ένα ψιλό φιλέ στα μαλλιά του για τη διατήρηση του χτενίσματος κι άλλος ένας τον οποίο δεν θυμάμαι. Στο βάθος ήταν το υπνοδωμάτιο για τις ‘Τρεις Χάριτες’ του οποίου η πόρτα ήταν πάντα ερμητικά κλειστή.

Το δωμάτιό μας ήταν το μεγαλύτερο. Ψηλοτάβανο, με μια πανύψηλη ντουλάπα και πάτωμα ξύλινο από σανίδες, που έχοντας αραιώσει με την πάροδο των δεκαετιών επέτρεπαν το χειμώνα να φυσά από κάτω ένα παγωμένο αεράκι. Θέρμανση δεν υπήρχε. Γι’ αυτό ο Γιάννης ο Στειακός μέσα από πανταλόνι του φορούσε μια μάλλινη πιτζάμα. Τον πειράξαμε, τον ειρωνευτήκαμε στην αρχή αλλά στη συνέχεια τον… μιμηθήκαμε.

Τότε συνέπεσε να είναι η εποχή των υπαρξιστών με αρκετή επιρροή και στη νεολαία. Οι δυο Γιάννηδες, λοιπόν, αγόρασαν 10 μέτρα σταφιδόχαρτο και αρκετό φούμο. Άπλωσαν στο πάτωμα το χαρτί.

Με την τόλμη των ιδεών τους και με το μαύρο φούμο ζωγράφισαν διάφορες φουτουριστικές παραστάσεις και όλα τα σημεία της στίξεως. Τίτλος του φιλοσοφικού των πιστεύω, της δικής των ‘εσωτερικής’ επανάστασης: «Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ». Ανέβηκαν στο τραπέζι, στις καρέκλες και το κάρφωσαν στον μεγαλύτερο τοίχο. Κάτω από το υπαρξιακό πιστεύω όλων μας τώρα, ήταν το δικό μου κρεβάτι που το κάλυπτα κάθε πρωί με μια λευκή πλεχτή κουβέρτα και μια άσπρη κεντημένη μαξιλαροθήκη.

Όμως, δυστυχώς για όλους μας, ο φούμος δεν είχε κολλητική ουσία. Άρχισε να ξεκολλά μόλις στέγνωσε το χαρτί κι έγινα όλα… μαύρα. Τοίχοι, πάτωμα, κουβέρτες… Οι σπιτονοικοκυρές ειδοποίησαν τη μητέρα μου που κατέφθασε με νεύρα αλλά και αρκετά προβληματισμένη για το περιεχόμενο της αφίσας. Και οι τέσσερις γυναίκες μάς ‘‘Έψαλλαν τον αναβαλλόμενο’’. Οι Γιάννηδες, οι πρωτεργάτες του κακού, ζήτησαν συγγνώμη και υποσχέθηκαν να είναι… φρονιμότεροι.

Πέρασε ο καιρός. Ήρθε η άνοιξη. Η αυλή ήταν στις δόξες της. Η άχρωμη καθημερινότητα βάφτηκε πολύχρωμη, μαγική… Η φύση, οι άνθρωποι, τα πουλιά και τα έντομα ακόμη αναζωογονήθηκαν. Ήρθε και ο έρωτας στο δωμάτιό μας αλλά μόνο στην καρδία του Γιάννη του Στειακού.

Όμως πού και πώς θα μπορούσε να συναντήσει την αγαπημένη του; Ο ενθουσιασμός, ο έρωτας είναι από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νιότης, αλλά τα ήθη της εποχής ήταν πολύ αυστηρά. Δεν υπήρχαν μπαράκια και απόκρυφα μέρη. Να καθίσουν σε ζαχαροπλαστείο φανερά, μια όμορφη μαθήτρια της Ζ΄ τάξεως του Γυμνασίου μόνη της με έναν νεαρό φοιτητή, ήταν πρωτόγνωρο, παράτολμο.

Έγινε σύσκεψη και ‘‘Ο κύβος ερρίφθη’’. Αποφασίστηκε και από τους τρεις να έρθει το κορίτσι για λίγο στο δωμάτιό μας όταν νυχτώσει και μόλις οι σπιτονοικοκυρές θα αποσύρονταν για ύπνο. Εμείς θα περιμέναμε στον κήπο. Φυσικά, από το Σεπτέμβριο είχε συμφωνηθεί με τις σπιτονοικοκυρές ότι επισκέψεις θα δεχόμαστε την ημέρα και μόνο αγόρια.

Έγιναν όλα όπως τα είχαμε σχεδιάσει. Δυο σκιές πέρασαν από τον κήπο και χωρίς τον παραμικρό θόρυβο μπήκαν στο δωμάτιο. Δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά και ξεσηκώθηκε το σπίτι και η γειτονιά. «Και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης». Οι ‘Τρεις Χάριτες’ ξύπνησαν -αν είχαν κοιμηθεί- και χτυπούσαν με φωνές την πόρτα του δωματίου.

Είχαμε εν τω μεταξύ εμφανισθεί εμείς και μαζί με τους άλλους ενοίκους, προσπαθήσαμε να ηρεμήσουμε τα πνεύματα. Μεσολαβήσαμε, ώσπου κατόρθωσε να αποδράσει το ερωτευμένο ζευγάρι. Εκείνο που ποτέ δεν μπορέσαμε να εξηγήσουμε ήταν πώς ανακάλυψαν την ύπαρξη του κοριτσιού μέσα στο σπίτι. Μάλλον μας παρακολουθούσαν από κρυφά ανοίγματα.

Το διασταυρώσαμε και από προηγούμενους ενοικιαστές. Ίσως η ηλικία, η νοσηρή περιέργεια, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι και επιθυμίες και οπωσδήποτε τα αυστηρότατα ήθη της εποχής τις οδήγησαν στη δημιουργία τέτοιας κωμικοτραγικής σκηνής.

Όπως ήταν αναμενόμενο οι δύο Γιάννηδες έφυγαν σύντομα από το σπίτι. Εγώ, ύστερα από παρέμβαση της μητέρας μου και την προσωπική μου υπόσχεση ότι θα είμαι ‘‘τύπος και υπογραμμός’’ παρέμεινα. Όσο για τις τρεις σπιτονοικοκυρές, πώς μπορείς να τις κατηγορήσεις μέσα στα αυστηρότατα ήθη της εποχής; Ύστερα από χρόνια προσπάθησα να πληροφορηθώ για αυτές αλλά στάθηκε αδύνατον.

Ο ερωτευμένος Γιάννης προόδευσε, μορφώθηκε περισσότερο και δημιούργησε μια ξεχωριστή οικογένεια στην κοινωνία της πόλης μας. Σε ένα από τα βιβλία που έχει συγγράψει με τον τίτλο «Οι πρωτάρηδες και άλλα διηγήματα» αναφέρεται σ’ αυτό το αθώο, άδολο αλλά και ευτράπελο νεανικό περιστατικό. Φυσικά, είναι κάτοχος της τέχνης του λόγου, έμμετρου και πεζού.

Πρόσφατα μάλιστα, με συγκίνηση παραβρέθηκα στη ‘Βασιλική του Αγίου Μάρκου’ όπου του απονεμήθηκε το Πρώτο Βραβείο ποίησης «Κωστής Φραγκούλης» που έχει θεσμοθετήσει ο ‘‘Σύλλογος Κρητών Στιχουργών Μιχάλης Καυκαλάς’’ και το οποίο απονέμεται κάθε τριετία.

Ο έτερος Γιάννης, μετά τη στρατιωτική του θητεία δεν υπηρέτησε ως δάσκαλος αλλά ύστερα από εξετάσεις διορίσθηκε στον Ο.Τ.Ε. όπου εργάσθηκε για 15-20 χρόνια. Παντρεύτηκε, δημιούργησε κι αυτός μια πολύ ωραία οικογένεια. Μελετώντας καθημερινά είχε καλλιεργήσει τις γνώσεις του. Με τις μετεκπαιδεύσεις που είχε περάσει οπωσδήποτε θα είχε προαχθεί στα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας του Ο.Τ.Ε. Δεν θα λησμονήσω ποτέ μια εμπεριστατωμένη διάλεξή του για τον Καζαντζάκη τότε, το 1980, ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου.

Όμως «Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε Θεός κελεύει». Έφυγε για το ταξίδι χωρίς επιστροφή στα 48 του χρόνια. Ο Γιάννης ο Στειακός κι εγώ τον θυμόμαστε πάντα με συγκίνηση. Υπήρξε ένα ωραίος και σωστός φίλος. Για πολλούς μήνες μου ήταν αδύνατο να επισκεφτώ την οικογένειά, το σπίτι του. Ευτυχώς που ο χρόνος φέρνει τη λήθη και αλλάζουν οι συνθήκες της ζωής.

Πάλαι ποτέ, λοιπόν, τρεις ευέλπιδες νεαροί φοιτητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου πέρασαν μια αλησμόνητη χρονιά στο παραδοσιακό σπίτι με το ‘Conte miri !


Ο Βαγγέλης Κογκάκης είναι συνταξιούχος Δάσκαλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου