Σχόλια από την καθημερινή ζωή
Του Βαγγέλη Κογκάκη*
Ήμουν 20 χρόνων. Μόλις είχα αποφοιτήσει από την Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και κάποιος γνωστός μού πρότεινε να δουλέψω προσωρινά μέχρι να στρατευθώ, στο εκτελωνιστικό γραφείο του κ. Ιωάννη Ιερωνυμίδη, που βρισκόταν αριστερά στο τέλος της οδού 25ης Αυγούστου προς το λιμάνι. Ως αείροος χείμαρρος άρχισαν οι αναμνήσεις…
Ήταν ένα ευρύχωρο ισόγειο δωμάτιο, με τον αείμνηστο κ. Γιάννη, όπως όλοι τον αποκαλούσαμε, πίσω από ένα μεγάλο γραφείο, και 3 ακόμη γραφεία για τους άλλους υπαλλήλους. Εγώ ήμουν για τις εξωτερικές δουλειές, λιμάνι τελωνείο, τράπεζες, παραλαβή εμπορευμάτων, φόρτωση από το τελωνείο στα κάρα και προώθηση στα καταστήματα των πελατών. Είχα ένα μικρό τραπέζι-γραφείο πίσω από τον γκισέ. Υπήρχε και ένας μικρός, για όλες τις δουλειές.
Ωράριο δεν υπήρχε. Κάθε μέρα από τις 8 περίπου το πρωί μέχρι αργά το βράδυ ήμαστε στο γραφείο με μια μικρή διακοπή το μεσημέρι για φαγητό. Έπαιρνα έτοιμα τα έγγραφα (διασαφήσεις) από το γραφείο και πήγαινα στο τελωνείο, εκεί όπου είναι και σήμερα, ανάμεσα στο γραφείο της Περιφέρειας και στα Νεώρια.
Με την πάροδο του χρόνου, γνώρισα όλους τους υπαλλήλους στον Α΄ όροφο και στις αποθήκες του ισογείου, και εκείνοι με ήξεραν ως το νέο υπάλληλο του Ιερωνυμίδη, το δάσκαλο. Όταν κάποτε ο πατέρας μου προσπάθησε να με συναντήσει στο λιμάνι, κανείς δεν με γνώριζε με το ονοματεπώνυμό μου. Τότε εκείνος αναγκάστηκε να με περιγράψει σαν έναν ψηλό, αδύνατο νεαρό, με σγουρά καστανόξανθα μαλλιά που άρχιζαν γκριζάρουν… -Α! το δάσκαλο θες, είπαν όλοι!
Άπειρος νεαρός στην αρχή, θεώρησα δύσκολη την πρώτη μου εργασία. Όμως, αφού ενημερώθηκα σωστά, σε ένα μήνα εργαζόμουν με άνεση. Έπρεπε να τρέξεις για να προλάβεις να δώσεις τα έγγραφα στον αρμόδιο υπάλληλο στον Α΄ όροφο του τελωνείου, να υπογράψει αφού τα εγκρίνει διαβάζοντάς τα, στη συνέχεια να πάρεις υπογραφές από τον τμηματάρχη και τον διευθυντή. Τρέχοντας κατέβαινες στο ισόγειο. Εκεί έδινες τα έγγραφα στον αποθηκάριο κι εκείνος σου υπέδειχνε πού είναι αποθηκευμένα τα προϊόντα του πελάτη σου.
Τώρα έπρεπε να βρεις ένα κάρο και εργάτες για τη φόρτωση. Τα κάρα ήταν στενόμακρα (1,15μ. περίπου πλάτος και 8-10μ. μήκος) με 4 τροχούς και σιδερένια στεφάνη, που τα έσυραν μεγάλα δυνατά άλογα ή μουλάρια. Οι εργάτες, δυνατοί άνδρες, σήκωναν από το έδαφος τα τσουβάλια 40 - 50 οκάδων το κάθε ένα ή και βαρύτερα και τα τοποθετούσαν στο κάρο. Έπρεπε όλα να γίνουν τάχιστα πριν ο πελάτης τηλεφωνήσει στο γραφείο και διαμαρτυρηθεί για καθυστέρηση. (Οκά: Οθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας, που υποδιαιρείτο σε 400 δράμια ή 1282 γραμμάρια. Καταργήθηκε από την 31η Μαρτίου 1959 και αντικαταστάθηκε από το κιλό. ‘Άφησέ τον, αυτός δεν τα έχει 400’, ήταν η συνήθης ειρωνεία τότε.).
Τα εμπορεύματα τα οποία διακινούνταν ήταν υγρά καύσιμα, χύμα σε ειδικά διαχωρισμένα μέρη στα αμπάρια των πλοίων. Ακόμη οι εδώδιμοι καρποί, όσπρια, φασόλια, φακή, ρεβίθια, αρακάς και άλλοι κατάλληλοι για τροφή και τα αποικιακά προϊόντα: καφές ρύζι, κακάο, τσάι, μπαχαρικά κλπ. (ΕΔΩΔΙΜΑ - ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ. Ποια εποχή σας θυμίζει η επιγραφή αυτή στα καταστήματα; Έδω= τρώω, έδεσμα, εδώδιμο).
Πολλά προϊόντα παραγόμενα στο νησί τα στέλναμε στον Πειραιά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Αυτά κυρίως ήταν λάδια -σε σιδερένια βαρέλια, κρασί -σε βαρέλια ξύλινα και αργότερα χύμα σε δεξαμενές φορτηγών πλοίων που το αντλούσαν από βυτιοφόρα αυτοκίνητα. Επίσης σταφίδα, σταφύλια, μπανάνες, ελιές βρώσιμες, κ. ά.
Κατά τη δεκαετία του 1950 έκαναν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους και τα πρώτα θερμοκήπια στη Μεσαρά, ιδιαίτερα δε και στην Ιεράπετρα όπου το καλοκαίρι του 1966 κατασκευάσθηκε το πρώτο ξύλινο θερμοκήπιο. Από εδώ άρχισαν να εξαπλώνονται χάρη στην διορατικότητα ενός Ολλανδού γεωπόνου, του Πωλ Κούπερς, που διέβλεψε ότι οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν οι κατάλληλες για τις καλλιέργειες στα θερμοκήπια.
Τα προϊόντα της Κρήτης φορτωμένα σε αυτοκίνητα ψυγεία -ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές, μπανάνες, καρπούζια κ. ά. κατέκλεισαν την ηπειρωτική Ελλάδα και την κεντρική Ευρώπη με επακόλουθο τη μεγάλη εισροή συναλλάγματος.
Έπαιρνα, τα συνοδευτικά έγγραφα από το γραφείο, φόρτωνα στα κάρα από την πόλη τα τότε εμπορεύματα, σταφίδα, λάδι κλπ., τα συνόδευα και αφού τα μεταφόρτωνα στο πλοίο, έδινα στον αρμόδιο τα έγγραφα. Κάποτε πήδησα στην προβλήτα του λιμανιού, ένα περίπου μέτρο, επειδή το πλοίο είχε αρχίσει να απομακρύνεται.
Τα πλοία της εποχής εκείνης από όσα θυμάμαι ήταν τα: ΚΑΔΙΩ και ΑΓΓΕΛΙΚΑ. Αργότερα δρομολογήθηκαν στη γραμμή ΗΡΑΚΛΕΙΟ-ΠΕΙΡΑΙΑΣ μεγαλύτερα και πολυτελέστερα πλοία όπως π. χ. τα ΚΑΝΑΡΗΣ, ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, ΜΙΑΟΥΛΗΣ και ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ.
Το οδόστρωμα του λιμανιού ήταν καλντερίμι από δυνατές κατεργασμένες σιδερόπετρες. Μπορείτε να φανταστείτε το δυνατό θόρυβο από τους σιδερένιους τροχούς των κάρων και τα πέταλα των αλόγων. 3-4 ήταν οι επιχειρηματίες καραγωγείς.
Οι εργάτες του λιμανιού, φορτοεκφορτωτές, ήταν πολλοί, εύσωμοι και φωνακλάδες. Η γλώσσα σκληρή, μάγκικη, τραχιά αλλά πολύ ηπιότερη του σημερινού γενικού υβρεολόγιου, εντός και εκτός του λιμανιού. «Έξεστι, σήμερον, τοις Έλλησι ασχημονείν» σκέφτομαι, παραφράζοντας τους Εφόρους της Σπάρτης.
Προσωπικά μου φερόταν ‘κόσμια’ ίσως σεβόμενοι και την προσωνυμία του δασκάλου, με την οποία με αποκαλούσαν. Στα δύο εκείνα χρόνια που εργάστηκα στο εκτελωνιστικό γραφείο και στο λιμάνι, ανδρώθηκα.
Ο εργοδότης μας -ο κ. Γιάννης- ήταν δίκαιος και σωστός επιχειρηματίας. Λίγο νευρικός και φωνακλάς, αλλά λησμονούσε σχεδόν αμέσως. Εκτιμούσε τη γρήγορη διεκπεραίωση των συναλλαγών και γενικά την εργατικότητα, την ηθική και τιμιότητα των υπαλλήλων του. Εργαζόταν ακούραστα ώρες πολλές, πράγμα το οποίο απαιτούσε και από τους συνεργάτες του. Η αμοιβή ήταν περισσότερο από ικανοποιητική. Ήταν ο πλέον ‘καλοπληρωτής’ του λιμανιού.
Μας συμβούλευε πατρικά τους νέους. Να αποκτήσετε γνωριμίες και φιλίες, μας έλεγε, για να εξυπηρετείστε γρήγορα στις διάφορες υπηρεσίες. Δεν θα λησμονήσω όταν έφυγα από το γραφείο την τελευταία ημέρα, ο κ. Γιάννης με συγκίνηση με αποχαιρέτησε δίδοντάς μου έναν φάκελο με ένα σημαντικό ποσό χρημάτων ως φιλοδώρημα για τις ανάγκες μου στο στρατό.
Η πόλη του Ηρακλείου και το λιμάνι της βρίσκεται σε ένα μικρό φυσικό όρμο στο κέντρο της βόρειας Κρήτης. Πότε άρχισε να χρησιμοποιείται είναι άγνωστο, τοποθετείται ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία, ίσως πριν από 3.000 χρόνια και πιθανώς με το ίδιο όνομα, Ηράκλειο. Ο γεωγράφος Στράβων την αναφέρει ως επίνειο τη Κνωσού.
Η πόλη και το λιμάνι της αναφέρονται και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο 67 π. Χ.- 330 μ. Χ και κατά τη Βυζαντινή περίοδο μέχρι το 824 όταν η Κρήτη κατελήφθη από τους Άραβες Σαρακηνούς. Κατά τους αιώνες της κατοχής της Κρήτης από τους Άραβες (9ος αι. και το πρώτο ήμισυ του 10ου ) η πόλη οχυρώθηκε με τείχος και γύρω από αυτό υπήρχε βαθύ χαντάκι με θαλασσινό νερό.
Έτσι ονομάσθηκε Χάνδακας. Τότε έγινε οργανωμένη προσπάθεια της χρήσης του λιμανιού. Η θέση της Κρήτης στην ανατολική Μεσόγειο εξυπηρετούσε τις πειρατικές επιχειρήσεις των. Από το λιμάνι του Χάνδακα γίνονταν και οι εξαγωγές των προϊόντων του νησιού προς τις μουσουλμανικές χώρες της Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής, αλλά και οι εμπορικές συναλλαγές με τη λεία των Σαρακηνών, σε σκλάβους και εμπορεύματα. Ο αμοραλισμός σε όλη του έκταση.
Αργότερα, το 961, μετά την ανάκτηση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά, ο Χάνδακας παρουσιάζει μεγάλη ακμή και εξελίσσεται σε σπουδαίο λιμάνι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 1204, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους, το νησί καταλαμβάνεται από τους Ενετούς και η Κάντια με το λιμάνι της (το Ηράκλειο - ο Χάνδακας, ονομάστηκε Κάντια, αλλά και ολόκληρη η Κρήτη) γίνεται η ‘Βενετία της Ανατολής’.
Από το λιμάνι -το σημαντικότερο της Ανατολικής Μεσογείου- εξάγονται λάδι, κρασί, σταφίδες, μέλι, κερί, τυρί, μετάξι έχει δε και το μονοπώλιο του αλατιού. Τον 17ο αι. μπορεί να ελλιμενίσει 50 γαλέρες. Εντυπωσιακή είναι η είσοδος στο Ενετικό λιμάνι με το φρούριο ‘Κούλες’. {‘…ιστορίης απόδεξις ήδε, ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα τε και θωμαστά’ γράφει ο ιστορικός και γεωγράφος του 5ου αι. Ηρόδοτος, 485-415 π. Χ.
Η ρήση αυτή αναφέρεται και για να καταδειχθεί η συνέχεια της γλώσσας μας επί 2.500}. Η ανέγερση του ‘Κούλε’ κράτησε 17 χρόνια από το 1523 ως το 1540. Τους δύο τελευταίους αιώνες της Ενετοκρατίας αναπτύχθηκε πολύ και η κρητική λογοτεχνία με κορυφαία τα δύο έργα, ΕΡΩTΌΚΡΙΤΟΣ του Βιτσέντζου Κορνάρου και ΕΡΩΦΙΛΗ του Γεωργίου Χορτάτση.
Το 1645 οι Οθωμανοί εξεστράτευσαν κατά της Κρήτης, κατέλαβαν τις πόλεις Χανιά και Ρέθυμνο το δε Ηράκλειο το 1669, ύστερα από πολιορκία 21 χρόνων. Κατά τους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας (17ος-19ος αι.) οι Κρήτες χριστιανοί γνώρισαν απάνθρωπη μεταχείριση. Όμως το λιμάνι ελάχιστα διαφοροποιείται από την προηγούμενη περίοδο.
Οι πλέον καταστροφικές επεμβάσεις στο χώρο του λιμανιού και των ενετικών τειχών έγιναν τα τελευταία 50 - 70 χρόνια. Τις επέβαλαν οι ανάγκες της εποχής. Η εντός των τειχών πόλη έπρεπε να αναβαθμιστεί σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η χρήση του αυτοκινήτου στην καθημερινή ζωή οδήγησε στη διάνοιξη νέων δρόμων ή τη διαπλάτυνση άλλων και της παραλιακής, 25ης Αυγούστου -‘‘της οδού πλάνης’’- με το γκρέμισμα σημαντικού μέρους των ενετικών τειχών και λιμενικών εγκαταστάσεων (μικρός Κούλες απέναντι από τον μεγάλο, βυζαντινή πύλη, η Πόρτα του Μόλου στο λιμάνι, η Πόρτα του Αγίου Γεωργίου ή Λαζαρέτου -όπου η προτομή Ν. Καζαντζάκη σήμερα- στις ‘Τρεις Καμάρες’, η Πύλη του Ιησού (Καινούργια Πόρτα), η Πύλη του Παντοκράτορα (Χανιόπορτα). Πολλά μνημεία δυστυχώς θυσιάστηκαν για την πρόοδο, ανάπτυξη και λειτουργικότητα του Ηρακλείου.
* Ο Βαγγέλης Κογκάκης είναι συνταξιούχος Δάσκαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου