Άρθρο Γάλλου διανοουμένου
Τα συναισθήματα απέχθειας που προκάλεσε σε λαούς της
Ευρώπης η γερμανική απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος στην Ελλάδα
και ολικής σύνθλιψης του ελληνικού λαού στην δουλεία του χρέους, με την μέγγενη
των μνημονίων, εκφράζει, με απερίφραστη σαφήνεια και οξύτητα, ο γνωστός Γάλλος
οικονομολόγος ερευνητής και συγγραφέας Ζακ Σαπίρ, σε άρθρο του που
αναδημοσιεύθηκε την Παρασκευή στο όργανο των Γάλλων Γκωλλιστών Comité Valmy, με
τίτλο το ερώτημα: Πρέπει να μισήσουμε την Γερμανία;
Το άρθρο, που μόνο κατά την ευθύτητα και την
κυριολεξία εξέχει από πολλές δεκάδες άλλων στην αμερικανική, βρετανική και
γαλλική δημοσιότητα, είναι ενδεικτικό της συγκομιδής των «σταφυλιών της οργής»
που προσπορίζει στη Γερμανία η ανάκληση μεθόδων και ύφους από τα ντουλάπια της
σκοτεινής ιστορίας της με τη μοχθηρία που δεν αποκρύπτει στη στάση της απέναντι
στην Ελλάδα.
Ενδιαφέρον και για το ελληνικό κοινό είναι το
απόσπασμα που απευθύνεται σε τμήμα της γαλλικής ελίτ, που διακατεχόμενη από
συμπλέγματα ενοχής για συνεργασία με την γερμανική κατοχή στη Γαλλία, εξυμνεί
την πολιτική Μέρκελ-Σώϋμπλε και ενοχοποιεί τον γαλλικό λαό για ελλειμματική
προσπάθεια και αυτοθυσία.
Καταλήγοντας, ο Ζακ Σαπίρ, απαντά καταφατικά στο
ερώτημα του τίτλου στο κατωτέρω άρθρο του.
Μετάφραση/εισαγωγή Μιχαήλ Στυλιανού
«Πρέπει να μισούμε τη Γερμανία;
Η σύγκρουση μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας χωρίζει πλέον
τους λαούς της Ευρώπης. Η περιφρονητική απάντηση που έδωσε ο υπουργός των
Οικονομικών του Βερολίνου στην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης είναι η
καλύτερη απόδειξη του ότι σκοπός της Γερμανίας είναι να συντρίψει μια κυβέρνηση
που αναδείχθηκε δημοκρατικά από ελεύθερες εκλογές και πέραν της κυβέρνησης και
την Ελλάδα για την οποία χρησιμοποιήθηκαν τα πιο υβριστικά, τα πιο
περιφρονητικά επίθετα.
Ας θυμηθούμε τούς «ελιομαζώχτες». Αυτά συγκεντρώνουν
κατά της Γερμανίας την αγανάκτηση όλων εκείνων που απορρίπτουν την αυτοκτονική
πολιτική της λιτότητας. Πρέπει λοιπόν να μισούμε την Γερμανία;
Τα κατά συρροή αμαρτήματα Μέρκελ και Σώϋμπλε
Η ελληνική κυβέρνηση είχε στείλει στις 19 του μηνός
μιαν αίτηση στις Βρυξέλλες. Βεβαίωνε την πρόθεσή της « να συνεργασθεί στενά με
τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ», να «εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς
τους πιστωτές της» και «να χρηματοδοτήσει πλήρως κάθε νέο μέτρο, απέχοντας από
κάθε μονομερή ενέργεια που θα υπονόμευε τους στόχους του προϋπολογισμού, την
οικονομική ανάνηψη και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα».
Το μόνο που ζητούσε
ήταν η εισαγωγή κάποιας «ελαστικότητας», που θα επέτρεπε «ουσιαστικές
μεταρρυθμίσεις», προκειμένου να αποκατασταθεί το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων
Ελλήνων πολιτών». Κάτι που δεν είναι κενές λέξεις, αφού το ένα τέταρτο των
παιδιών σχολικής ηλικία στην Ελλάδα υποφέρουν από πείνα, σχεδόν το μισό του
πληθυσμού εγκατάλειψε την προσπάθεια να τύχει ιατρικής περίθαλψης και ο αριθμός
των αυτοκτονιών αυξήθηκε κατά 40% τα τελευταία πέντε χρόνια.
Αυτά άφησαν το Βερολίνο ασυγκίνητο. Η απάντησε πού
εκτοξεύθηκε λίγο αργότερα ήταν ένα «Νάϊν!» κοφτό όσο και περιφρονητικό. Από τα
σχόλια που «διέρρευσαν» μέσω Σκάϊ Νιούς και Ρόιτερ, πληροφορηθήκαμε ποιούς
ταπεινωτικούς και υβριστικούς όρους έθετε το Βερολίνο για να συμφωνήσει.
Δεν ζητούσε τίποτα λιγότερο από την πλήρη παράδοση της
ελληνικής κυβέρνησης, επιβάλλοντάς της μια λεόντειο συμφωνία, μια Καρχηδόνια συνθήκη,
με την οποία αυτή η κυβέρνηση, που ανέδειξαν ελεύθερες εκλογές, υποχρεούτο να πάρει
προηγουμένως την άδεια της τρόϊκας για κάθε αλλαγή στην οικονομική πολιτική. Με
άλλα λόγια αυτά σημαίνουν την άρνηση στην Ελλάδα κάθε ίχνους κυριαρχίας.
Πως να μη βλέπει κανείς σ’ αυτή τη στάση την μακρινή
ηχώ του τελεσιγράφου που απεύθυνε η Αυστρο-Ουγγρική αυτοκρατορία στη Σερβία, το
οποίο πυροδότησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο; Πως να μη δεις την αλαζονεία της
χιτλερικής Γερμανίας, να απευθύνει το 1941 ένα άλλο τελεσίγραφο στη Σερβία και
στην Ελλάδα;
Η κ. Μέρκελ θα πρέπει να προσέξει. Η συμπεριφορά της
αρχίζει να μοιάζει με ό,τι θεωρείται το πιο μισητό στη Γερμανία. Θα μπορούσαμε
να φρεσκάρουμε άλλωστε τη μνήμη της κ. Μέρκελ, είτε για τις διάφορες
περιπτώσεις όπου η Γερμανία καρπώθηκε μιας διαγραφής του χρέους της ( Plan
Dawes, Plan Young, Συμφωνία 1953) είτε για τις τελικές συνέπειες της γερμανικής
΄Υβρεως, πριν 70 χρόνια, η οποία έφερε τον Κόκκινο Στρατό στο Βερολίνο.
Η Γερμανία αξίζει περισσότερο από την κ.Μέρκελ.
Γνωρίζουμε ωστόσο ότι η κ.Μέρκελ δεν αντιπροσωπεύει
όλη τη Γερμανία, όπου ακούγονται φωνές διαφωνίας, είτε στο κόμμα των «πρασίνων»
είτε στο Die Linke, ή ακόμη και σε τμήματα του SPD και στα συνδικάτα. Δεν
ταυτίζεται ολόκληρη η Γερμανία με αυτή την εμποροκρατική πολιτική που ασκείται
από το 2003 και δεν ταυτίζεται με την πολιτική του δανειστή.
Επειδή ένα σημαντικό τμήμα της Γερμανίας υποφέρει από
αυτή την πολιτική, επειδή με επτά εκατομμύρια εργαζομένους με αποδοχές
χαμηλότερες του κατώτερου μισθού, ο αριθμός τους δεν έχει προηγούμενο. Ποτέ δεν
ήταν χαμηλότερο και το επίπεδο των επενδύσεων στις υποδομές, που αποτελεί
επίσης πρόβλημα για τον πληθυσμό ( η καθυστέρηση των τραίνων είναι τριπλάσια
στη Γερμανία από ότι στη Γαλλία), αλλά και στη βιομηχανία και στην οικονομία
γενικά. Αυτή η πολιτική στην πραγματικότητα δεν ευνοεί παρά μια μειοψηφία.
Αλλά αυτή η μειοψηφία έχει πείσει ένα μέρος του
πληθυσμού για τη λογική της πολιτικής της. Γι’ αυτό η κ. Μέρκελ είναι σήμερα
Καγκελάριος και γι’ αυτό το SPD, που συμμετέχει στην κυβέρνησή της, είναι τόσο
δειλό και συναινετικό.
Αποτελεί κανόνα στη δημοκρατία: η κυβέρνηση που
εκλέξατε σας αντιπροσωπεύει και θα σας ταυτίζουν με την πολιτική αυτής της
κυβέρνησης, εκτός αν την αποκρούσετε ενεργά. Η ιστορία γελάει με εκείνους που
θέλουν να είναι θεατές.
Η Γερμανία στο κεφάλι μας.
Θα πρέπει επίσης να εξετάσουμε την Γερμανία, ή μάλλον,
την έμμονη ιδέα ότι η πολιτική Μέρκελ-Σώϋμπλε είναι υπόδειγμα
αποτελεσματικότητας, μέσα στα ίδια τα κεφάλια μας. Η νοσηρή γοητεία που η
Γερμανία, με τα χειρότερα χαρακτηριστικά της, ασκεί στις γαλλικές ηγετικές
τάξεις είναι θέμα μαζικής ψυχανάλυσης- αν υπήρχε τέτοια.
Θα πρέπει να δούμε εδώ την μακρινή ηχώ της ήττας του
1940 και της παράδοσης για την οποία κατέστησαν ένοχες οι γαλλικές ελίτ της
αριστεράς όσο και της δεξιάς. Η ελευθερία, η δημοκρατία και η τιμή σώθηκαν τότε
από μια δράκα περιθωριοποιημένων. Ουσιαστικά, το βλέπουμε στο χθες όπως και στο
σήμερα, αυτή η πολιτική της υποταγής αναδύεται από την εγκατάλειψη της εθνικής
κυριαρχίας.
Βλέπουμε σήμερα να ξαναπροβάλλει στη φρασεολογία της
γαλλικής δεξιάς, αλλά και τμήματος της αριστεράς, του κ.Βαλς (πρωθυπουργού) και
του κ. Μακρόν, ο απόηχος της ρητορικής του Βισύ (του Κατοχικού καθεστώτος
Πεταίν), με αυτή την συνεχή ενοχοποίηση του πληθυσμού, κατηγορούμενου ότι δεν
έκανε αρκετή προσπάθεια, δεν δέχθηκε να υποφέρει αρκετά.
Υπάρχει μια σαδο-μαζοχιστική διάθεση σ’ αυτή τη
ρητορική και σ’ αυτή την πολιτική. Αλλά αυτή η διάσταση δεν είναι παρά η
αντανάκλαση ενός επί πολύ καιρό καταπιεσμένου υποσυνείδητου. Και είναι επίσης η
έκφραση συμφερόντων των οποίων ξέρουμε πλήρως την ταυτότητα.
Λοιπόν, ας το πούμε, αυτή η Γερμανία είναι αξιομίσητη.
Αν αύριο επρόκειτο να θριαμβεύσει, αν αύριο επρόκειτο
να συντρίψει την ελληνική ελπίδα και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει, θα πρέπει να
γνωρίζει πως η απόφασή μας να την αντιμετωπίσουμε και να την καταστρέψουμε θα
είναι αμείλικτη. Ο ναζισμός πέθανε και αυτός επίσης κάτω από τις ερπύστριες των
σοβιετικών αρμάτων.»
Πηγή: http://olympia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου