Στην
πολύ παλιά την εποχή, σ’ ένα φωτεινό και ήρεμο ακρογιάλι, κάτω από την σκιά
πανύψηλων πεύκων, η λατρευτή αρχόντισσα Αμφιτρίτη έφερε στο φως μία πανέμορφη
κόρη, την θεϊκή Ρόδο, θυγατέρα τού πανίσχυρου άρχοντα των θαλασσών, τού
κραταιού Ποσειδώνα.
Μετά
από αρκετά χρόνια, όταν η Ρόδος μεγάλωσε και έγινε ένα αξιοθαύμαστο και
λυγερόκορμο κορίτσι, με κατάξανθα, σγουρά, μακριά μαλλιά και αστραφτερά, γαλανά
μάτια, ο ζωοδότης θεός Ήλιος την ζήτησε από τους γονείς της σε γάμο. Με την
συγκατάθεση τού θεού Ποσειδώνα, οι δύο νέοι έγιναν ένα χαριτωμένο και ταιριαστό
ζεύγος και πήγαν να κατοικήσουν σε ένα από τα ωραιότερα νησιά τού Αιγαίου
πελάγους, στο οποίο ο ίδιος ο Ήλιος έδωσε τιμητικά το όνομα της αγαπημένης
γυναίκας του: στην Ρόδο. Σ’ εκείνο τον ιερό τόπο, που είναι στολίδι των
Δωδεκανήσων και κόσμημα τής Μεσογείου, η γλυκύτατη Ρόδος γέννησε πολλά παιδιά,
αγόρια και κορίτσια, που ξεχώριζαν τόσο για την ομορφιά, όσο και για την
ευγένειά τους.
Με το
πέρασμα των χρόνων, τα τέκνα τού Ήλιου και της Ρόδου έκαναν πολυμελής
οικογένειες με τους αυτόχθονες κατοίκους, και από αυτούς τους γάμους προήλθε το
περίφημο γένος των Ηλιαδών, που κατέκλυσε το γοητευτικό νησί, χτίζοντας σε κάθε
τόπο του φιλόξενες πόλεις, υπέροχα χωριά και πρόσχαρους οικισμούς. Από τις
ευλογημένες καλλιέργειες και την αστείρευτη αλιεία, από το ζηλευτό εμπόριο και
την καλοφροντισμένη κτηνοτροφία, ο πληθυσμός ευημερούσε και πλούτιζε,
απολαμβάνοντας ένα απερίγραπτο πλήθος αγαθών. Οι ευτυχισμένοι Ηλιάδες περνούσαν
το μεγαλύτερο μέρος τού χρόνου τους μέσα σε συνεχείς γιορτές και ασταμάτητα
συμπόσια. Μπορούσαν, επίσης, να αποκτήσουν εύκολα οτιδήποτε επιθυμούσαν οι
ακόρεστες αισθήσεις τους, ενώ η αμέριμνη και σπάταλη ζωή τους ήταν γεμάτη από
σπάνιες ηδονές και πολυέξοδες διασκεδάσεις.
Αυτός ο
άστατος τρόπος ζωής, όμως, που δεν γνωρίζει ούτε το μέτρο ούτε την
προνοητικότητα, αργά ή γρήγορα οδηγεί σε πολύ δυσάρεστες εξελίξεις. Παραδομένοι
άνευ όρων σε μία ακατάπαυστη τέρψη και σε μάταιες επιδείξεις τρυφής, οι
ηδυπαθείς Ηλιάδες παραμέλησαν εντελώς την σωστή ανατροφή των νεότερων γενεών,
εγκατέλειψαν παντελώς την άθληση και την μόρφωση, δεν μεριμνούσαν καθόλου για
την ασφάλεια και την ευνομία τού νησιού τους και δεν ενδιαφέρονταν ούτε στιγμή για
το μέλλον τού λαού τους. Έτσι, έφτασαν εκείνες οι σκληρές εποχές της δυστυχίας
και τού τρόμου, όταν οι άγριοι Φοίνικες, ένας ασεβής λαός από τις απέναντι
ακτές, επιτέθηκε με μανία εναντίον της Ρόδου, πολιορκώντας τις πόλεις της,
καίγοντας τα χωριά της και καταστρέφοντας τους αγρούς και τα κοπάδια των
κατοίκων της. Οι Ηλιάδες, αδύναμοι, ανέτοιμοι, φοβισμένοι και απροετοίμαστοι,
χωρίς εξασκημένο στρατό και χωρίς εμπειροπόλεμο ναυτικό, δεν κατάφεραν να
προβάλουν αξιόλογη αντίσταση και γρήγορα ηττήθηκαν και ντροπιασμένοι
παραδόθηκαν στους ανελέητους εχθρούς, για να καταλήξουν ταπεινωμένοι δούλοι
μέσα στην ίδια την κάποτε υπερήφανη πατρίδα τους. Εντός λίγων μηνών, λοιπόν, η
ανέμελη ζωή των Ηλιαδών μετατράπηκε σε μία μελανή και μισητή κόλαση.
Και σαν
να μην έφταναν μόνον αυτά, έπειτα από κάμποσα χρόνια εμφανίστηκε στην Ρόδο
ακόμη ένας θανάσιμος κίνδυνος: οι βάρβαροι Κάρες. Η εισβολή τους υπήρξε
ακαριαία και θυελλώδης. Οι προηγούμενοι κατακτητές, οι Φοίνικες, εγκατέλειψαν
βιαστικά το νησί, παίρνοντας μαζί τους αμύθητο πλούτο και αμέτρητους δούλους,
ενώ οι Κάρες επιβλήθηκαν τάχιστα σε ολόκληρο τον εξαθλιωμένο και ρημαγμένο
τόπο, ληστεύοντας, σκοτώνοντας, αρπάζοντας και λεηλατώντας. Οι Ηλιάδες, άφωνοι
και παγωμένοι απέναντι στην νέα κακοτυχία, κατέρρευσαν ολοκληρωτικά και
πίστεψαν ότι είχε πλέον έρθει η καταραμένη ώρα τού οριστικού αφανισμού τους. Η
δεύτερη κατοχή της Ρόδου ήταν εξίσου απάνθρωπη με την πρώτη. Το μέλλον φάνταζε
σκοτεινότερο από ποτέ.
Στην
ηπειρωτική Ελλάδα, τώρα, είχε ξεκινήσει πριν από πολλά έτη μία έντονη διαμάχη
μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, είχαν θέσει σε εφαρμογή το
μεγαλόπνοο σχέδιο τού αποικισμού της Ιωνίας και ήδη έστελναν προς τις
μικρασιατικές ακτές τα πρώτα πλοία τους, με επικεφαλής της εκστρατείας τον
μαχητικό Νειλέα, γιό τού ηρωικού βασιλιά Κόδρου. Οι Λακεδαιμόνιοι, πάλι, έπλεαν
ολοταχώς προς την εύπορη Κρήτη, έχοντας ορίσει αρχηγό της αποστολής τους τον
ακάματο Δελφό και υπαρχηγό τον ανδρείο Πόλη. Και οι δύο μεγάλες δυνάμεις, όμως,
επιχειρούσαν νυχθημερόν να συμμαχήσουν με τον ρωμαλέο Αλθαιμένη, φημισμένο
τρισέγγονο τού ημίθεου Ηρακλή και ένδοξο στρατηγό των ατρόμητων Δωριέων,
προκειμένου να εξασφαλίσουν την πολύτιμη βοήθειά του στην υλοποίηση των
μεγαλεπήβολων σχεδιασμών τους. Ο ίδιος ο ήρωας, ωστόσο, αρχικά επέλεξε να κρατήσει
ουδέτερη στάση και να μην συμμετάσχει σε καμία από τις δύο επιχειρήσεις, διότι
δεν επιθυμούσε να έρθει σε ρήξη με καμία από τις δύο διακεκριμένες πόλεις. Παρά
ταύτα, τόσο οι Αθηναίοι, όσο και οι Σπαρτιάτες, τον πίεζαν με χίλιους-δυό
τρόπους, τάζοντάς του ζηλευτές αμοιβές, περιζήτητα αξιώματα και μεγάλα κέρδη.
Οι Αθηναίοι τόνιζαν κυρίως το λαμπρό μέλλον, που ανέμενε τον ήρωα στην Ιωνία,
ενώ οι Σπαρτιάτες τού υπενθύμιζαν με υπερηφάνεια την κοινή δωρική καταγωγή
τους. Έτσι, ο συνετός Αλθαιμένης είχε πέσει σε βαθιά περίσκεψη.
Καθώς,
λοιπόν, βρισκόταν σε μεγάλο δίλημμα, ο ήρωας αποφάσισε να ζητήσει χρησμό από το
δελφικό μαντείο και έστειλε έμπιστους συμβούλους του στο ιερό τού θεού
Απόλλωνα. Η απάντηση δεν άργησε να φτάσει και ήταν η εξής: «Γιέ τού Ηρακλή,
οδήγησε τους αποίκους και προς τον Δία και προς τον Ήλιο». Ο Αλθαιμένης
ερμήνευσε αμέσως και με επιτυχία την θεία βούληση. Η Κρήτη, το νησί όπου
γεννήθηκε ο πατέρας Δίας, θα ήταν ο πρώτος προορισμός του, και η Ρόδος, το νησί
τού θεού Ήλιου, θα ήταν ο δεύτερος. Ανακουφισμένος, επιτέλους, από την σοφή και
σαφή εντολή τού Απόλλωνα, ο Αλθαιμένης έδωσε εντολή να ετοιμαστεί ο πανίσχυρος
στρατός του και όλος ο λαός που τον εμπιστευόταν ως ηγέτη του. Ο ίδιος ο άξιος
στρατηγός επιθεώρησε λεπτομερώς τους πάντες, επιβίβασε με τάξη τους Δωριείς του
στα ευρύχωρα πλοία και διέταξε τον ελπιδοφόρο απόπλου.
Πλέοντας
από την Πελοπόννησο προς την Κρήτη, ο Αλθαιμένης δεν συνάντησε πουθενά κανένα
εμπόδιο. Το θαλασσινό ταξίδι του ήταν απόλυτα ήσυχο και χωρίς καθόλου απρόοπτα,
ενώ η άφιξή του στην εύφορη μεγαλόνησο συνοδεύτηκε από μία μεγαλειώδη υποδοχή
εκ μέρους των ντόπιων, καθώς και από πολυήμερους εορτασμούς. Αφού, λοιπόν,
εγκατέστησε εκεί ένα τμήμα τού λαού του, ο στοχαστικός ηγέτης έβαλε πλώρη για
την ηλιόλουστη Ρόδο, έχοντας ήδη πληροφορηθεί την τραγική κατάσταση στην οποία
βρίσκονταν οι Ηλιάδες, καθώς και την στυγνή κατοχή που τους βασάνιζε χωρίς
οίκτο.
Είχε
κιόλας μεσημεριάσει όταν οι Κάρες φρουροί – που παρατηρούσαν άγρυπνα το πέλαγος
επάνω από έναν ψηλό πύργο – σήμαναν γενικό συναγερμό και κάλεσαν στα όπλα όλους
τους στρατιώτες και τους ναύτες τους που έδρευαν στην Ρόδο. Οι αξιωματικοί των
κατακτητών, που πρώτοι ανέβηκαν στα τείχη της υπόδουλης πρωτεύουσας, έμειναν
άναυδοι από το εκπληκτικό και συνάμα τρομερό θέαμα: δεκάδες πελώρια,
μελανόμορφα, ιστιοφόρα σκάφη, οπλισμένα με πανίσχυρα έμβολα και γεμάτα από
πάνοπλους Δωριείς, κατέφταναν επιβλητικά προς τις ακτές της Ρόδου. Επικεφαλής
αυτού τού πανέτοιμου, πολεμικού στόλου, που έμοιαζε πράγματι ανίκητος, ήταν ο
ρωμαλέος Αλθαιμένης, όρθιος και αγέρωχος επάνω στην πλώρη της θεόρατης
ναυαρχίδας, με κράνος αστραφτερό και με περίτεχνο θώρακα, με το αριστερό του
χέρι να σφίγγει αποφασιστικά την λαβή τού φονικού σπαθιού του, και το δεξί να
δείχνει συνεχώς προς το αιχμάλωτο νησί. Η ώρα τής εκδίκησης πλησίαζε και τίποτε
δεν ήταν σε θέση να ανακόψει την απελευθερωτική ορμή των επιδέξιων Δωριέων.
Ο
καρικός στόλος, ωστόσο, επιχείρησε να αντιδράσει και να αμυνθεί, αλλά η
σπασμωδική προσπάθειά του αποδείχθηκε μάταια και ανώφελη. Τα τεράστια δωρικά
έμβολα ήταν αήττητα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα συνέτριψαν και
καταπόντισαν την πλειονοψηφία των καρικών σκαφών, στέλνοντας στον βυθό
εκατοντάδες αντίπαλους ναύτες. Το δωρικό πεζικό, από την άλλη πλευρά,
αποβιβάστηκε με άψογους σχηματισμούς και ξεκίνησε χωρίς αργοπορία την
καταιγιστική επίθεσή του – προς τα τείχη και προς τις πύλες της πόλης –
κατατροπώνοντας αδίστακτα τον καρικό στρατό, που διασκορπίστηκε και άρχισε να
τρέχει απεγνωσμένα, αναζητώντας οποιοδήποτε καταφύγιο. Αφού, πλέον,
ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση τής πρωτεύουσας, οι άλλες πόλεις παραδόθηκαν χωρίς
πολλές-πολλές διαπραγματεύσεις και, ενώ τα θλιβερά υπολείμματα τού καρικού
στρατού και λαού επιβιβάζονταν ακατάστατα στα λιγοστά πλοία, που τους είχαν
απομείνει, και αποχωρούσαν πανικόβλητα προς άγνωστη κατεύθυνση, ο θαρραλέος
στρατηγός Αλθαιμένης εισερχόταν θριαμβικά στην απολυτρωμένη πόλη, χαρίζοντας
την πολυπόθητη ελευθερία σε όλους τους Ηλιάδες.
Με
δάκρυα στα μάτια, τότε, οι κατατρεγμένοι Έλληνες τού νησιού υποδέχονταν χαμογελαστοί
τον γενναιόψυχο τρισέγγονο τού Ηρακλή, τον έραιναν με μυροβόλα άνθη, τον
στεφάνωναν χαρούμενοι και τον επευφημούσαν ικανοποιημένοι. Μέσα στους δρόμους
των πόλεων και των χωριών ακούγονταν νικητήριοι και ευχαριστήριοι ύμνοι, ηρωικά
τραγούδια προς τιμήν τού απελευθερωτή, και παντού τελούνταν θυσίες προς τους
αθάνατους θεούς. Ο ίδιος ο Αλθαιμένης, με την συνοδεία των αξιωματικών και των
συμβούλων του, ανέβηκε πεζός μέχρι τον περικαλλή ναό τού Ήλιου, όπου
προσευχήθηκε στον ακτινοβόλο θεό, πρόσφερε λαμπρά αφιερώματα και πρωτοστάτησε
στις ιερές, πατροπαράδοτες τελετές.
Στα
αμέσως επόμενα χρόνια, λοιπόν, μέσα σε περιβάλλον ειρήνης, γαλήνης και
ομόνοιας, οι προικισμένοι και πολυτάλαντοι Δωριείς έχτισαν στην Ρόδο τρεις
σπουδαίες πόλεις: την σαγηνευτική Λίνδο, την γοητευτική Ιάλυσο και την θελκτική
Κάμειρο. Από την μετέπειτα συνένωση αυτών των πόλεων προήλθε η ομώνυμη προς το
νησί πόλη της Ρόδου, που μέχρι σήμερα δεσπόζει σ’ εκείνη την γωνιά τής
Μεσογείου, δίκαια υπερήφανη για την ιστορία, τον πολιτισμό, την δόξα και τους
αγώνες της.
Γράφει
ο Αθανάσιος Τσακνάκης