Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Σχόλια από την καθημερινή ζωή



Ο  τρύγος
Του Βαγγέλη Κογκάκη
Αύγουστος. Το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας στις 15 -ο Δεκαπενταύγουστος- και στη συνέχεια το πολυήμερο ‘πανηγύρι’ του τρυγητού το οποίο διαρκούσε έναν περίπου μήνα.
   Ας καταγράψουμε και πάλι σήμερα ορισμένες αναμνήσεις από τα τεράστια αποθέματα, που σεβαστικά είναι φυλαγμένες στο βάθος της μνήμης. Τέτοιες προσπάθειες μπορεί να μοιάζουν δονκιχωτικές, είναι όμως μια αντίδραση στην ισοπέδωση, μια υπέρβαση στους κανόνες που έχει επιβάλει η εποχή μας, ένα βότσαλο στα ακινητοποιημένα νερά της ευαισθησίας μας.
    
Από τις αρχές Αυγούστου γινόταν η προετοιμασία του απλωτού ή οψιγιά, για το άπλωμα και την αποξήρανση της σταφίδας. Θυμάμαι στις δεκαετίες του 1950 - 1960, η σταφίδα απλωνόταν στο έδαφος επάνω σε σταφιδόχαρτο πλάτους ενός μέτρου. Αργότερα, μετά το 1970, η αποξήρανση γινόταν σε κρεμαστούς οψιγιάδες. 

 Κάθε πρωί στα πέντε σταφιδοχώρια του Μαλεβιζίου (Σίβα-Δαφνές-Βενεράτο-Αυγενική και Κεράσια, το χωριό μου), χαλούσε ο κόσμος από τις φωνές και τη φασαρία ανθρώπων, ζώων και πραγμάτων για την προετοιμασία και αναχώρηση για τον τρύγο. 

‘Θέρος-τρύγος-πόλεμος’, έλεγαν και ξεκινούσαν όλοι χαρούμενοι. Ήταν μια από τις μικροχαρές που γέμιζαν τότε τη ζωή μας. Φτάνοντας στο αμπέλι ξεφόρτωναν όλα τα πράγματα στον οψιγιά ή απλωτό (επίπεδος περίπου χώρος όπου θα άπλωναν τα σταφύλια). Οι τρυγητάδες -εκείνοι που έκοβαν τα σταφύλια, κυρίως γυναίκες- και ο κουβαλητής, παίρνοντας από ένα τρυπητό τσιγκάκι (τσίγκινο όχι πλαστικό) τραβούσαν για το αμπέλι. Στον οψιγιά έμεναν ο αλουσιδιαστής και οι απλωτάδες.
  
 Ο νοικοκύρης ετοίμαζε την αλουσά (νερό, ποτάσα και λίγο λάδι) μέσα στην αλουσιδιάστρα (μεγάλο δοχείο σε σχήμα κώνου). Ο καλός, ο ψιμυδευτός (επιτήδειος) παραγωγός, κρεμούσε κι ένα μάτσο ακονιζά (είδος πράσινου φυτού με έντονη οσμή) μέσα στην αλουσιδιάστρα για να πάρει χρυσοκίτρινο χρώμα η σταφίδα. Μετρούσαν το μείγμα με το γράδο. 8 έως 9 βαθμούς ήταν η κανονική πυκνότητά της.
   
Μόλις ερχόταν ο κουβαλητής με το πρώτο φορτίο -συνήθως δύο τσιγκάκια με χρυσοκίτρινα σταφύλια, από ένα στον κάθε ώμο- ο αλουσιδιαστής ψιθυρίζοντας, ‘Στ’ όνομά σου Θε μου’, τα βουτούσε στην αλουσιδιάστρα τρεις φορές (συμβολικά στην αρχή) και για να περάσει το υγρό μείγμα σε όλες τις ρόγες. Τα κρατούσε μετά λίγο ψηλά για να σ(ο)υρώσουν και τα τοποθετούσε στην ξυλογαϊδάρα (παραλληλόγραμμο όργανο τρυγητού 1,50 Χ 0,50μ. από ξύλο και τσίγκο τοποθετημένο ελαφρώς πλάγια επάνω σε τρίποδο ώστε η αλουσά να τρέχει κατευθείαν στην αλουσιδιάστρα). Στη συνέχεια τα πήγαινε στο σκαφάκι (είδος σκάφης, άλλο όργανο από τσίγκο), από όπου οι απλωτάδες, με προσοχή ώστε να μη μαδούν τα σταφύλια, τα τοποθετούσαν στο σταφιδόχαρτο. Τα χοντρά σταφύλια τα έσχιζαν με τέχνη στα δύο για να αποξηρανθούν ταχύτερα. Το άπλωμα δεν ήταν δύσκολη δουλειά αλλά τα πόδια κουραζόταν γρήγορα με το να είσαι σκυμμένος, ή γονατιστός στο ένα πόδι, ή ‘κουκουβιστός’ και το δέρμα στα χέρια σου ‘τρυπούσε’ από την καυστική ποτάσα. Με την ανακάλυψη του νάυλον και την κατασκευή γαντιών σώθηκαν τα χέρια των απλωτάδων. Όταν άδειαζε το σκαφάκι σκορπούσαν πάνω στα απλωμένα σταφύλια τις ρόγες που είχαν απομείνει.
   
Κατά τις 10.30 έως τις 11.00 ήταν η ώρα της ανάπαυλα, του κολατσιού. Μαζεύονταν όλοι, 8-10 ενήλικες, άνδρες-γυναίκες και πολλά παιδιά, κάτω από την πιο μεγάλη ελιά. Κάθονταν στο έδαφος και έτρωγαν σταρένιο ζυμωτό ψωμί ή βρεχτό παξιμάδι, με ελιές, ντομάτα, αγγούρι, και τυρί κατσικίσιο. Για να διατηρείται κρύο το νερό, είχαν τυλίξει το σταμνί με χοντρό μάλλινο τσουβάλι, που πάντα ήταν βρεγμένο. (Η εξάτμιση παράγει ψύχος).
    
Όπως ήταν φυσικό επικρατούσε χαρούμενη ατμόσφαιρα με κουβεντούλα, ανέκδοτα, αστεϊσμούς και τραγούδια πολλές φορές, όλη την ημέρα μέχρι το βραδάκι. Όταν υπήρχαν ξένοι εργάτες σταματούσαν κατά τις 6 μ.μ. αλλά όταν τρυγούσαν με ‘δανεικούς’ (συγγενείς και φίλους) η δουλειά παρατεινόταν μέχρι τη δύση του ήλιου……και ο τρύγος συνεχίζεται. 

Υπήρχε και συναγωνισμός. Ποιος πρώτος θα γεμίσει το τσιγκάκι χωρίς να πετά τα σταφύλια από μακριά αλλά να μαζεύει και όλες τις ρόγες από το έδαφος. Επίσης οι κουβαλητάδες πολλές φορές έτρεχαν μέσα στα ‘αξάμπελα’ (σειρές από κουρμούλες, φυτά) ή κουβαλούσαν και 4 τσιγκάκια γεμάτα σταφύλια. Η ζέστη, η κάψα του Αυγούστου στον μέγιστο βαθμό. Ο νεροκουβαλητής, συνήθως ένα μικρό παιδί, δεν προλάβαινε να ποτίζει τους διψασμένους.
    
Μεσημέρι. Από τη μία έως τις δύο, μία ώρα ανάπαυλα για φαγητό και ξεκούραση. Όλοι πάλι κάτω από την ελιά. Η οικοδέσποινα σέρβιρε το φαγητό που δεν ήταν λιτό. Κοτόπουλο, κουνελάκι ή άλλο είδος κρέατος, με μπάμιες, ή πατάτες (ψητό κατσαρόλας), φασόλια πράσινα, κολοκυθάκια, σαλάτες, ψωμί και τυρί. Όλα παραγωγής του οικοδεσπότη. Μια χρονιά -το θυμάμαι ακόμα- τρυγούσαμε στις 29 Αυγούστου (ημέρα αυστηρής νηστείας) και ένας συγχωριανός θέλοντας να ‘πειράξει’ τον πατέρα μου του λέει: ‘‘Εσύ, μπρε- Μανόλη, διαλέγεις και τρυγάς πάντα τ’ Αη-Γιαννιού του Ριγολόγου για να μη μας σε ταΐζεις κρέας!’’ Χαμόγελα από όλους με ματιές χαρούμενες που ακτινοβολούσαν την καθαρότητα του αστεϊσμού και της ψυχής.
    
Στη συνέχεια, παρέες 2-3 ατόμων ξάπλωναν για λίγο κάτω από την ελιά, με τα τζιτζίκια από πάνω να συνεχίζουν ασταμάτητα το μονότονο τραγούδι τους, τζ-τζ-τζ...
   
Σήμερα, αναπολώντας τα περασμένα, μου έρχονται στο νου οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη από το ποίημά του ‘‘Ο ήλιος ο ηλιάτορας’’:
                       { Ε, σεις στεριές και θάλασσες / τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
                          ακούτε το χαμπέρια μου / μέσα στα μεσημέρια μου
                        Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ / μόνον ετούτον αγαπώ!}      
    
Μετά την ανάπαυλα του μεσημεριού συνεχιζόταν ο τρύγος σαν μια γαλήνια γιορτή. Οι νέοι, αγόρια και κορίτσια, εκμυστηρευόταν ο ένας στον άλλο τους ψιθύρους της καρδιάς με τις κρυφές αγάπες, ενώ οι μεγάλοι μιλούσαν για τα προβλήματα της οικογένειας ή έκαναν…‘κοινωνική κριτική’.
   
‘‘Ε! Μανόλη’’, φώναζαν του πατέρα μου. ‘‘Ήντα ήκαμες του αμπελιού σου και έχει τόσηνα βεντέμα! Για ξάνοιξε επαέ. Δυο τσιγκάκια ήβγαλε ετούτη νε η κουρμούλα και ακόμη δεν τη νε ποτρήγησα!’’ κι εκείνος χαμογελούσε με περίσσια ικανοποίηση.
    
Το βράδυ στον οψιγιά, ήταν στη σειρά 10-12 ‘ντάνες’ απλωμένα σταφύλια στο σταφιδόχαρτο με απόσταση μεταξύ των 25 με 30 εκατοστά. Εμείς τα παιδιά, πρώτος εγώ σαν μεγαλύτερος, αρχίζαμε τα άλματα πάνω από τα σταφύλια μετρώντας: 1-2-3-4… Τα αδέλφια μου και τα άλλα παιδιά, με μικρότερο διασκελισμό, πατούσαν στις άκρες των σταφυλιών και ο πατέρας χαμογελώντας πάντα, κατόρθωνε να σταματήσει τα εις ‘πολλαπλούν’ άλματα.
   
Όλα τα ‘χρειαζούμενα’ του τρυγητού τα αφήναμε στο αμπέλι, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος κλοπής, για να συνεχίσουμε την επομένη.
    
Το πρωί όλων τα βλέμματα ήταν εστραμμένα κατά τη δύση, πάνω από τα Ασιθιανά βουνά για τον ‘καιρό’. Παρατηρούσαν 3-4 μικρά άσπρα και γκρίζα σύννεφα. Φυσικά, πολλοί εγνώριζαν και μπορούσαν να προαναγγείλουν τις καιρικές συνθήκες και από το φεγγάρι της προηγούμενης νύχτας. Άκουγαν, επίσης, και το ‘δελτίον καιρού’ από το ραδιόφωνο του καφενείου. Οι προνοητικοί σταφιδοπαραγωγοί είχαν ετοιμάσει τα νάυλον σταφιδόπανα για να σκεπάσουν τη σταφίδα σε περίπτωση βροχής. Θυμάμαι έναν Αύγουστο που τρέξαμε αλαφιασμένοι και σκεπάσαμε τον οψιγιά με τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Όταν τελειώσαμε το σύννεφο είχε περάσει χωρίς να βρέξει στην περιοχή μας. Τότε η κόρη μου θυμωμένη το κοιτάζει και του λέει:
   -Βρέξε! Τώρα που σκεπάσαμε τη σταφίδα φεύγεις;
    
Το μάζεμα της σταφίδας ήταν κάπως κουραστικό επειδή έπρεπε να γίνει σε ένα απόγευμα, 7-8 ημέρες μετά τον τρυγητό και μέσα σε λίγες ώρες. Όμως το πιο ωραίο βράδυ ήταν εκείνο όταν -ένα μήνα αργότερα- ερχόταν η Αγροτική Τράπεζα στο καφενείο του χωριού για να πληρώσει τους παραγωγούς οι οποίοι είχαν παραδώσει τη σταφίδας σ’ αυτήν. Η ελπίδα και το όνειρο για πολλούς γινόταν πραγματικότητα. Οι Πρόεδροι, της Κοινότητας και του Συνεταιρισμού, φιλοξενούσαν τους υπαλλήλους της τράπεζας μετά το τέλος της πληρωμής.
    
Αυτό ήταν το πανηγύρι του τρυγητού τότε. Όμως η αμπελοκαλλιέργεια, με ιστορία χιλιάδων χρόνων, δεν πρέπει ποτέ να σταματήσει για λόγους ιστορικούς, πολιτιστικούς, οικονομικούς, διατροφικούς ακόμη και ιαματικούς. Το σταφύλι, η σταφίδα, το πετιμέζι, όπως διάβαζα πρόσφατα, περιέχει μια ουσία με ισχυρότατες αντικαρκινικές ιδιότητες. Η Κρήτη προσφέρει τις ιδανικότερες κλιματολογικές και εδαφικές συνθήκες για την καλλιέργεια της αμπέλου, που όμοιες δεν υπάρχουν σε καμιά περιοχή του κόσμου.
   
Όταν κάποιος ταξίδευε Ηράκλειο-Αγ. Βαρβάρα το 1960-1970, κατά την εποχή στην οποία αναφέρομαι, συναντούσε δεκάδες παρέες να τρυγούν, σχηματίζοντας έναν νοσταλγικό για σήμερα, πολύχρωμο πίνακα ζωγραφικής. Όλα είναι ήμερα, γραφικά και εύφορα. Οι λόφοι καμπυλώνουν απαλά με παχύ δυνατό χώμα και η γη γεννά. Όλο το πρόσωπο της Κρήτης είναι περιποιημένο στολισμένο με πολλά χρώματα: Το γλυκό πράσινο των ατέλειωτων αμπελώνων με τις γυναίκες μέσα σε αυτά με τα πολύχρωμα φορέματα και τα μαντήλια της κεφαλής, τους οψιγιάδες δίπλα με το χρυσοπράσινο χρώμα των σταφυλιών, το κίτρινο στις ξερές καλαμιές και τις μαύρες συνήθως πινελιές από τα καλοκάγαθα γαϊδουράκια. Αρκετοί από τους λιγοστούς περιηγητές τότε, σταματούσαν να μας περιεργαστούν, μας φωτογράφιζαν κι εμείς τους φιλεύαμε διαλεχτά σταφύλια.

   
Αυτή είναι η πανέμορφη Κρήτη. Του Θεοτοκόπουλου, του Ερωτόκριτου, της Ερωφίλης, και του Καπετάν Μιχάλη. Η γη όπου ‘‘ρέει μέλι και γάλα’’ κατά τον άγριο Άραβα κατακτητή.
    
Και σήμερα, παρά την παγκοσμιοποίηση, διατηρεί μιαν ιδιαιτερότητα στις ομορφιές της. Ίσως επειδή ως συνήθως την παραμελεί η Αθηνοκεντρική εξουσία- εξακολουθεί δε να λατρεύει, όπως πάντα, τον ξένιο Δία.
                        Πάντα κρατώ στη τσέπη μου χώμα του Ψηλορείτη
                        και το σκορπώ για να γενεί όλος ο κόσμος Κρήτη!



 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου