Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Μάνα... Μου λείπεις…


Γράφει ο Αρίσταρχος

Έϊ, σου το είπα; Σε είδα χτες βράδυ στον ύπνο μου. Καθόσουνα, λέει, στον μεγάλο καναπέ εκεί στην άκρη δίπλα στο παράθυρο που βολευόσουν πάντα.

Ήταν νύχτα και σκοτάδι. Ζήτησες να σου ανάψω το φως κι εγώ το άναψα.

Ύστερα έκανες μια χειρονομία στον αέρα κάτι σαν ευχαριστώ και έγειρες στο πλάϊ για να κοιμηθείς. Ύστερα έκλεισα πίσω μου την πόρτα κι έφυγα, δεν ξέρω για πού.

Πετάχτηκα από τον ύπνο αλαφιασμένη αλλά χαρούμενη που σε είδα επί τέλους στα όνειρά μου. Μάνα… Μου λείπεις!

Βλέπω μπροστά μου την φωτογραφία σου και της μιλώ, και της χαμογελώ. Δεν ξέρω σίγουρα μα νομίζω πως μ’ ακούς. Ξέρεις, μπήκα στον ιδιωτικό σου χώρο και ακόμα υπήρχαν ανάσες σου εκεί μέσα μαζί με τη δική σου σκόνη και το δικό σου απαλό άρωμα.

Εκείνο το μοναδικό, της μάνας! Δεν βάσταξα και άρχισα να κλαίω καθώς σκάλιζα τα προσωπικά σου πράγματα. Νόμιζα η καρδιά μου θα σπάσει όπως τάπιανα στα χέρια μου, όπως τα μύριζα.

Μου έκανε εντύπωση πως τις δικές μου φωτογραφίες τις είχες χωριστά από τις άλλες και μάλιστα σε μια από αυτές έγραψες… Ώ ναι! Ξέρω τον γραφικό σου χαρακτήρα πιο καλά κι από την παλάμη μου.

Έγραψες “Η Ελένη μου!”. Την έσφιξα πάνω μου κι έκλαψα μάνα. Έκλαψα πολύ. Γιατί ποτέ σου δεν μου είπες αυτή την μόνη λέξη “σ’ αγαπώ!” Μάνα…
Μου λείπεις!

Μάζεψα όλα σου τα ρούχα, μαύρα από τότε που σε γνώρισα. Τα έπλυνα, τ’ αρωμάτισα, τα φίλησα και τα πότισα με αχνό δάκρυ.

Ύστερα τα πήγα σε φτωχοκομείο. Από παιδί μεγάλωνα και έβλεπα στο σαλονάκι τον πατέρα να ποζάρει όμορφος στο κάδρο στα τριάντα τρία του.

Τότε που έφυγε, όπως μου έλεγες, γιατί τον κάλεσε ο Θεούλης. Κι εγώ αναρωτιόμουνα πάντα γιατί, αφού ο Θεούλης είναι καλός. Και συ με τα χρόνια μεγάλωνες και κείνος έμενε στο κάδρο σοβαρός, αναλλοίωτος και λεβέντης στα τριάντα τρία του.

Κοιμήθηκες στην αγκαλιά του με καθυστέρηση εξήντα χρόνια! Κι εγώ ζέστανα το μάρμαρο με την φωτογραφία σας. Φτιασιδωμένη, για να είστε κι οι δυό νέοι όπως τότε που έφυγε και σ’ άφησε μόνη με τρία παιδιά. Μάνα… Μου λείπεις!

Σε λίγο θα ξημερώσει Χριστούγεννα και θα γεμίσει το σπίτι με χαρούμενες παιδικές και νεανικές φωνές. Κι εγώ ντυμένη στα μαύρα θα προσφέρω ατέλειωτη αγάπη σε όλους. Γιατί μάνα την αγάπη την δείχνεις, για να την νιώθουν οι άλλοι.

Γέρνω το κουρασμένο μου κορμί πάνω στο στρώμα και περνώ το χέρι μου πάνω στο κεφάλι. Φωτίζω την φαντασία μου με την εικόνα σου και προσεύχομαι να σε συναντήσω πάλι στα όνειρά μου.

Τρεμοπαίζει το σκοτάδι με το καντήλι και με τυλίγει η απόλυτη σιωπή. Κι όμως είσαι εκεί. Σε νιώθω στην ίδια πάντα θέση με τα ίδια πάντα αναπάντητα ερωτήματα.

Ο χρόνος θα γιατρέψει τα πάντα. Οι πληγές όμως στην καρδιά αφήνουν μεγάλες και εμφανείς ουλές. Κι αν με πλήγωσες μάνα νιώθω μέσα μου μεγάλο το κενό που άφησες δυσαναπλήρωτο και… μάνα… Μου λείπεις!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου