Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Σχόλια από την καθημερινή ζωή

Η μαλλιαρή πέτρα’ ένα από τα έθιμα που χάθηκαν.

Του  Βαγγέλη Κογκάκη
Ζώντας στην αλαζονεία του νεοπλουτισμού και του άκρατου καταναλωτισμού ο σημερινός άνθρωπος, νοιώθει πολλές φορές την ανάγκη να θυμάται τις εικόνες των παιδικών και νεανικών του χρόνων, που είναι -δυστυχώς- χωρίς γυρισμό. Εικόνες έγχρωμες, ανάγλυφες, που αναπνέουν ζωντάνια, δύναμη, ποιότητα ζωής αλλά και ποιότητα ανθρώπων.
  
Ήμουν ακόμη παιδί. Από το δωμάτιό μου αγνάντευα τη θάλασσα, το Κρητικό Πέλαγος, -ένα απέραντο γαλάζιο. Κάθε πρωί μου ψιθύριζε καλημέρα, απαλά, δροσερά, ή εβρυχάτο αγριεμένη με τα παγωμένα χειμωνιάτικα κύματά της. Απλωνόταν απέναντί μου στον κόλπο του ‘Δερματά’, ή ‘Κουν-Καπί’ όπου ήταν το σπίτι μιας φιλικής οικογένειας στην οποία ήμουν οικότροφος. Η συμφωνία πληρωμής ήταν μια ‘κανίστρα’ λάδι το μήνα (17-18 οκάδες). Χρυσάφι τότε! Εκεί κατοικούσαμε, στο ‘μπεντενάκι’, σε μια καινούργια (1950) διώροφη μονοκατοικία. Υπάρχει ακόμη. Την παρατηρώ θωπευτικά αναπολώντας τα περασμένα.
 
Περιμέναμε με λαχτάρα την εορτή της Αναλήψεως κι εκείνο το χαρακτηριστικό κι αλησμόνητο απόγευμα. Δεν νομίζω ότι σε άλλη πόλη της Ελλάδας υπήρχε το ίδιο έθιμο. Το θυμάμαι πάντα. Δυστυχώς κι αυτό σήμερα έχει σχεδόν λησμονηθεί.
  
Κάθε χρόνο, λοιπόν, 40 ημέρες μετά το Πάσχα ανήμερα της Αναλήψεως, ημέρα Πέμπτη, νωρίς το απόγευμα, όλοι οι Καστρινοί ‘συν γυναιξί και τέκνοις’ κατεβαίναμε στις παραλίες σε μεγάλες παρέες, από πολλούς συγγενείς, φίλους και γείτονες. Ήταν η τελευταία ημέρα για το ‘Χριστός Ανέστη’, τον χαιρετισμό του τεσσαρακονθήμερου. Ευχές και ‘Χρόνια Πολλά’ από όλους, συγγενείς, φίλους και γνωστούς, όπως ήμαστε όλοι εκείνα τα χρόνια.
  
Φτάνοντας στην παραλία μας υποδέχονται οι γλάροι. Ήταν τόσο εξοικειωμένοι μαζί μας, ώστε μας πλησίαζαν αιωρούμενοι ήρεμα πάνω από τα κεφάλια μας. Απλώναμε στην άμμο πατανίες κι επάνω σ’ αυτές τοποθετούσαν οι νοικοκυρές ένα σωρό νοστιμότατες λιχουδιές. Κεφτεδάκια, ντολμαδάκια, τυριά, αυγά βραστά, ομελέτα, κρέας ψητό, αγγουράκια, ντομάτες, πολλά φρούτα κ.ά. Το κρασί ήταν πάντα δροσερό, επειδή η φιάλη του ‘κολυμπούσε’ στο κύμα δίπλα μας όπως και οι γκαζόζες. Ο κόσμος καθόταν γύρω από τα φαγητά, επάνω στην άμμο. Αν καθυστερούσες να κατεβείς δεν έβρισκες χώρο για να απλώσεις την κουβέρτα σου. Η παραλία από το μέγαρο του Φυτάκη στο λιμάνι σήμερα, μέχρι το ‘τρυπητό χαράκι’ στο προάστιο Πόρος, γέμιζε από Ηρακλειώτες.
  
Εμείς πηγαίναμε στη γειτονιά μας, στον κόλπο του Δερματά, που απλωνόταν από την ‘Ηλεκτρική’ μέχρι το ‘Περίπτερο’ (Glass-House). Οι νέοι και τα παιδιά, ευκαιρίας δοθείσης, κάναμε το πρώτο μας θαλάσσιο μπάνιο. Οι μεγαλύτεροι βουτούσαμε από το ‘μονοχάρακο’ στα βαθιά, για να βγάλουμε την πυκνότερη ‘μαλλιαρή’. Άλλοι, όσοι δεν ήθελαν να κολυμπήσουν, ανασήκωναν τα πανταλόνια και σκύβοντας στην ολοκάθαρη θάλασσα ‘έπιαναν τη μαλλιαρή’. Αυτή ήταν μια πέτρα από το βυθό, επάνω στην οποία είχαν προσκολληθεί πολλά φύκια, σκούρα ή ξανθά. Όσο περισσότερα φύκια, τόσο το καλύτερο. Ευνοϊκότερη τύχη, μεγάλο ‘γούρι’ για την οικογένεια. Τη φύλαγαν για να την πάρουν μαζί τους στο σπίτι το βράδυ.
  
Εν τω μεταξύ στις παρέες, τρώγοντας τα νοστιμότατα εδέσματα και πίνοντας το μεθυστικό δροσερό κρασί, το κέφι άναβε. Πολλοί παίζοντας κιθάρα, βιολί, ή ακορντεόν τραγουδούσαν επειδή «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Άλλοι γελούσαν λέγοντας αστείες ιστορίες ή ‘πιπεράτα’ ανέκδοτα. Οι βαρκάρηδες προσκαλούσαν τον κόσμο, κορίτσια και νεαρούς, για μια βαρκάδα στ’ ανοιχτά.
  
Και η ώρα περνούσε ανέμελα, ευχάριστα, δροσερά, χωρίς έγνοιες, με τις καθημερινές μικροχαρές να γεμίζουν τη ζωή μας. ‘‘Ες αύριον τα σπουδαία’’ φιλοσοφούσαν οι γεροντότεροι.
  
Δυστυχώς κάθε τι ευχάριστο δεν έχει μεγάλη διάρκεια. Έτσι ‘‘ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού…’’ και άρχιζε να χαμηλώνει προς τα βουνά της Ροδιάς. Επάνω στη γαλήνια θάλασσα είχαν χυθεί τόνοι από ασήμι. Σιγά-σιγά το σούρουπο απλωνόταν. Είχε φτάσει η ώρα του αποχαιρετισμού. Ευχές πάλι, χαμόγελα και φιλιά. Επιστρέφαμε στο σπίτι. Ο οικοδεσπότης κρατώντας τη ‘μαλλιαρή πέτρα’ έμπαινε μέσα λέγοντας: «Όξω ψύλλοι και κορ(γ)ιοί και στα όρη οι ποντικοί» και την τοποθετούσε σε μια γωνιά. Ήταν ‘ο παραγωγός υψηλής συχνότητας ηλεκτρονικών ή ηχητικών κυμάτων’ που απωθούσε από το σπίτι έντομα και τρωκτικά. (Ευτυχώς πολλοί φροντίσαμε και κλείσαμε στις καρδιές μας όλες αυτές τις εικόνες μέχρι σήμερα).
  
Κατόρθωσα να ζωντανέψω ξανά, να ‘φρεσκάρω’ τις αναμνήσεις σας, να σας κάμω να αναπολήσετε, να νοσταλγήσετε εκείνη την εποχή πριν επιστρέψετε στις συμπληγάδες της καθημερινότητας; Αν ναι… τότε πέτυχα! Όσο για τη σημερινή νεολαία, με λίγη φαντασία και καλή πρόθεση, ας σκιαγραφήσει μια από τις όμορφες εκείνες εικόνες της απογευματινής διασκέδασης της εποχής των σημερινών παππούδων, όπως αυτές περιγράφονται, ξεφεύγοντας από τα μπαράκια και την τηλεόραση που ισοπεδώνει κάθε προσπάθεια συμμετοχής και μετατρέπει τους πάντες, ακόμη και τον παραδοσιακό θαμώνα του καφενείου σε άβουλο… τηλεθεατή !

________________________________
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Σάββατο 7 Ιουνίου 2008










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου