Ένα κίνημα
νέο και γεμάτο ενέργεια ήταν έτοιμο να αλλάξει ένα ολόκληρο έθνος και να
αφυπνίσει τη γηραιά ήπειρο. Το Eurogroup και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
(ΔΝΤ) συνέτριψαν αυτή την ελπίδα.
Άρθρο του Σέρζ
Αλιμί, συγγραφέα, δημοσιογράφου και διευθυντή της μηνιαίας γαλλικής εφημερίδας
Le monde diplomatique, για το τεύχος του Αυγούστου
Πέρα από το
σοκ που τα γεγονότα στην Ελλάδα προκάλεσαν σε κάποιους από τους υποστηρικτές
του ευρωπαϊκού σχεδίου, τρία μαθήματα προκύπτουν: Πρώτον, ως προς τη φύση μιας
ολοένα και αυταρχικότερης Ένωσης, στο βαθμό που η Γερμανία της επιβάλει, χωρίς
αντίβαρο, τη θέλησή της και τις εμμονές της. Δεύτερον, ως προς την αδυναμία
μιας κοινότητας βασισμένης σε μια υπόσχεση ειρήνης, να αντλήσει ένα δίδαγμα από
την ιστορία, ακόμη και την πιο πρόσφατη και την πιο βίαια, όταν αυτό που την
ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η επιβολή κυρώσεων στους κακοπληρωτές και στους
σκληροκέφαλους. Και τέλος, την πρόκληση που αποτελεί αυτός ο λησμονημένος καισαρισμός,
για εκείνους που έβλεπαν την Ευρώπη ως εργαστήριο υπέρβασης του εθνικού
πλαίσιου και δημοκρατικής ανανέωσης.
Εκ των
προτέρων, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ίδια ένωσης, που συναντιούνται
στα ίδια θεσμικά όργανα, συμβάλλουν στην εκλογή του ίδιου Κοινοβουλίου κι έχουν
το ίδιο νόμισμα, δεν θα έπρεπε να επιτρέπει τέτοιου είδους μηχανορραφίες.
Ωστόσο, όλα τα κράτη μέλη του Eurogroup, με εξασφαλισμένη τη συντριπτική
υπεροχή τους και με επικεφαλής τη Γερμανία, επέβαλαν σε μια αποδυναμωμένη Ελλάδα
ένα τελεσίγραφο που, όπως ο καθένας αναγνωρίζει, επιδεινώνει τα περισσότερα από
τα προβλήματά της. Το επεισόδιο αυτό φωτίζει το μέγεθος της ευρωπαϊκής
κακοτεχνίας (1).
Τον
περασμένο Ιανουάριο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές, το κόμμα αυτό της
αριστεράς είχε δίκιο καθ’όλη (σχεδόν) την πορεία. Είχε δίκιο που συνέδεε την
κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας με την "εκκένωση" που υπέστη η
χώρα επί πέντε χρόνια, πρώτα από τους σοσιαλιστές και μετά από τη δεξιά. Είχε
δίκιο που τόνιζε ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να αποκαταστήσει τον διαλυμμένο
παραγωγικό του τομέα, όταν πρέπει να δίνει σημαντικά ποσά για την εξόφληση των
πιστωτών του. Είχε δίκιο που υπενθύμιζε ότι, σε μια δημοκρατία, η κυριαρχία
ανήκει στο λαό και ότι ο λαός χάνει την κυριαρχία του, αν η ίδια πολιτική του
επιβάλλεται ό, τι κι αν αποφασίσει ο ίδιος.
Τι ωφελεί να
υπερασπίζεται κανείς την υπόθεσή του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα;
Τρεις
ασυναγώνιστες κάρτες, με την προϋπόθεση, βέβαια, να παιχτούν από ανθρώπους που
έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους. Στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια όμως, αυτά τα ατού
στράφηκαν ενάντια στους κατόχους τους, που αντιμετωπίστηκαν ως μαρξιστές του
νότου και εκτός πραγματικότητας, στο
βαθμό που τόλμησαν να αμφισβητήσουν τα
οικονομικά αξιώματα που πηγάζουν από τη γερμανική ιδεολογία (βλέπε «Ο
γερμανικός ορντολιμπεραλισμός: σιδερένιο κλουβί
για τη Γηραιά Ήπειρο»). Όπλα όπως ο ορθολογισμός και οι πεποιθήσεις,
είναι ανίσχυρα σε μια τέτοια περίπτωση. Τι ωφελεί να υπερασπιστεί κανείς την
υπόθεσή του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα; Σε όλους τουςμήνες των
«διαπραγματεύσεων» στις οποίες συμμετείχε, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών,
Γιάνης Βαρουφάκης, παρατήρησε ότι οι Ευρωπαίοι ομόλογοί του τον κοίταζαν με τρόπο που έμοιαζε να λέει: «Έχετε δίκιο σε
αυτό που λέτε, αλλά εμείς θα σας συντρίψουμε ούτως ή άλλως» (2) (εδώ η κατάθεσή
του, «Ο μόνος στόχος τους ήταν να μας εξευτελίσουν»).
Ωστόσο, η
επιτυχία, τουλάχιστον προσωρινή, του γερμανικού σχεδίου να υποβιβάσει την
Ελλάδα σε προτεκτοράτο του Eurogroup, εξηγείται επίσης από την αποτυχία των υπερβολικά αισιόδοξων στοιχημάτων, που
τέθηκαν εξαρχής στην Αθήνα από την πλειοψηφία της αριστεράς που ήλπιζε να
αλλάξει την Ευρώπη (3). Το στοίχημα ότι οι γαλλική και ιταλική ηγεσία θα
βοηθούσαν να ξεπεραστούν τα μονεταριστικά ταμπού της γερμανικής δεξιάς. Το
στοίχημα ότι οι λαοί της Ευρώπης, επιβαρυμμένοι από τις πολιτικές λιτότητας που
και οι ίδιοι υπέστησαν, θα πίεζαν τις κυβερνήσεις τους να αναλάβουν, εκ
περιτροπής, έναν κεϋνσιανικό αναπροσανατολισμό, για τον οποίο η Ελλάδα
φαντάστηκε τον εαυτό της ως διαφωτιστή της Γηραιάς Ηπείρου. Το στοίχημα ότι
αυτή η στροφή θα ήταν δυνατή εντός της ζώνης του ευρώ, σε σημείο που καμία
εναλλακτική δεν είχε σχεδιαστεί ή προετοιμαστεί. Το στοίχημα, τέλος, ότι το
παρεμβαλόμενο σενάριο μιας «ρωσικής επιλογής» θα μπορούσε να αναχαιτίσει, για
γεωπολιτικούς λόγους, τις τιμωρητικές προσπάθειες της Γερμανίας και θα έκανε
τις Ηνωμένες Πολιτείες να συγκρατήσουν τον εκδικητικό βραχίονα του Βερολίνου.
Σε καμία στιγμή όμως, κανένα από αυτά τα στοιχήματα δε φαινόταν έτοιμο να κερδίσει.
Αλίμονο, ένα τάνκ δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με βιολέτες και φυσοκάλαμα.
Ένοχη για
την αθωότητά της, η ελληνική ηγεσία πίστεψε ότι οι πιστωτές της χώρας θα
έδειχναν ευαισθησία στη δημοκρατική επιλογή του ελληνικού λαού, και ειδικότερα της νεολαίας. Πρώτα οι βουλευτικές
εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και στη συνέχεια το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου,
προκάλεσαν την έκπληξη και την οργή του Βερολίνου και των συμμάχων του. Πλέον,
είχαν μόνο έναν στόχο: Να τιμωρήσουν τους αντάρτες και εκείνους που θα μπορούσαν
να εμπνευστούν από την τόλμη τους. Η συνθηκολόγηση δεν ήταν όμως αρκετή, έπρεπε
να συνοδεύεται κι από μια συγγνώμη (η Αθήνα παραδέχθηκε ότι οι οικονομικές
επιλογές της είχαν προκαλέσει ρήξη της εμπιστοσύνης με τους εταίρους της)
επενδεδυμένη μάλιστα με αποζημιώσεις: Ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων περιουσιακών
στοιχείων της Ελλάδας, αξίας τουλάχιστον ίσης με το ένα τέταρτο του εθνικού
προϊόντος, θα πρέπει να υποθηκευτούν προς όφελος των πιστωτών. Με την
αναμφισβήτητα ανεκτίμητη υποστήριξη του κ. Φρανσουά Ολάντ, η Ελλάδα κατάφερε
απλώς τα υποθηκευμένα αυτά στοιχεία να μην μεταφέρονται στο Λουξεμβούργο. Όλοι
υποτίθεται ότι είναι καθυσηχασμένοι: Η Ελλάδα θα πληρώσει.
Όταν
δεκαεννέα όνειρα συνωστίζονται, ένα κρεβάτι μάλλον είναι πολύ μικρό; Η επιβολή
μέσα σε λίγα χρόνια του ίδιου νομίσματος σε λαούς που δεν έχουν ούτε την ίδια
ιστορία, ούτε την ίδια πολιτική κουλτούρα, ούτε το ίδιο βιοτικό επίπεδο, τους
ίδιους φίλους ή την ίδια γλώσσα, ήταν ένα σχεδόν αυτοκρατορικό εγχείρημα. Πώς
μπορεί ένα κράτος να εξακολουθεί να σχεδιάζει μια οικονομική και κοινωνική
πολιτική που υπόκειται σε διαδικασίες διαλόγου και δημοκρατικής διαιτησίας,
όταν όλοι οι μηχανισμοί νομισματικής προσαρμογής δε βρίσκονται πλέον στα χέρια
του; Πώς να φανταστεί κανείς ότι λαοί που δεν γνωρίζονται καθόλου, θα δεχθούν
να τις συνδέσει μια αλληλεγγύη παρόμοια με αυτή που συνδέει σήμερα τη Φλόριντα
με τη Μοντάνα; Όλα αυτά ήταν βασισμένα σε μια υπόθεση: Ένας βεβιασμένος
φεντεραλισμός θα έφερνε κοντά τα ευρωπαϊκά έθνη. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη
γέννηση του ευρώ, η εχθρότητα έφτασε στο αποκορύφωμά της.
Στις 27
Ιουνίου, όταν ανακοίνωσε το δημοψήφισμα, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανέτρεξε
σε όρους που θυμίζουν κήρυξη πολέμου. Παρομοίασε την πρόταση του Eurogroup)
σχηματικά ως «τελεσίγραφο προς την ελληνική δημοκρατία». Και κατηγόρησε
ορισμένους από τους «εταίρους» του, ότι έχουν στόχο να «ταπεινώσουν έναν
ολόκληρο λαό». Οι Έλληνες θα στηρίξουν απόλυτα την κυβέρνησή τους. Οι Γερμανοί
θα κάνουν μπλόκο πίσω από τις αυστηρές απαιτήσεις της δικής τους. Μπορεί η ευρωπαϊκή
οικογένεια να συνδέσει ακόμη πιο στενά τις τύχες των μελών της, χωρίς να
διατρέχει τον κίνδυνο περαιτέρω ενδοοικογενειακής βίας;
Η εχθρότητα,
δεν αφορά πλέον μόνο την Αθήνα και το Βερολίνο. «Δεν θέλουμε να γίνουμε μια
γερμανική αποικία,» επιμένει ο κ. Πάμπλο Ιγκλέσιας, ηγέτης των Ποδέμος στην
Ισπανία. «Λέω στη Γερμανία: Αρκετά! Είναι αδιανόητο να ταπεινώνεται ένας
ευρωπαϊκός εταίρος», ξεσπαθώνει ο ιταλός πρωθυπουργός, Ματτέο Ρέντσι, με μια
διακριτικότητα αξιοσημείωτη καθ’όλη τη διάρκεια αυτής της κρίσης. «Στις
μεσογειακές χώρες, και σε κάποιο βαθμό στη Γαλλία», παρατηρεί ο Γερμανός
κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρέκ, «η Γερμανία είναι πιο μισητή από ποτέ μετά το
1945. (...) Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, που αποτέλεσε την οριστική
εδραίωση της ευρωπαϊκής ένωσης, θα είναι και ο κίνδυνος διάλυσής της (4).»
Οι Έλληνες
με τη σειρά τους έχουν προκαλέσει εχθρικά συναισθήματα. «Αν το Eurogroup
λειτουργούσε ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, θα ήσουν ήδη εκτός, γιατί σχεδόν
όλοι οι εταίροι αυτό επιθυμούσαν», κατέληξε, απευθυνόμενος προς τον κ. Τσίπρα,
ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (5). Και, σύμφωνα με
μια πολύ γνωστή συντηρητική στρατηγική, μεταφερόμενη σε επίπεδο εθνών, οι
φτωχοί ωθούνται στο να υποπτεύονται αλλήλους, ότι ζουν μια χαρά οι μεν εις
βάρος των άλλων, ειδικά όταν οι άλλοι είναι ακόμη πιο φτωχοί από τους ίδιους. Ο
υπουργός Παιδείας της Εσθονίας επέπληξε κατ’αυτόν τον τρόπο τον «εταίρο» του
στη Αθήνα: «Έχετε κάνει πολύ λίγα, με πολύ αργό ρυθμό και απείρως λιγότερα από
την Εσθονία. Έχουμε υποφέρει πολύ περισσότερο από ό,τι στην Ελλάδα. Αλλά αντί
να σταματήσουμε και να γκρινιάξουμε, δράσαμε (6).» Οι Σλοβάκοι σκανδαλίστηκαν
πολύ με τις υπερβολικά υψηλές, κατά τη γνώμη τους, συντάξεις στην Ελλάδα, μια
χώρα την οποία ο πολύ γενναιόδωρος τσέχος υπουργός Οικονομικών θα ήθελε να δει
«επιτέλους να πτωχεύσει, προκειμένου να καθαρίσει η ατμόσφαιρα (7).»
Ο κίνδυνος
ενός νέου ομοσπονδιακού άλματος προς τα εμπρός
Στις 7
Ιουλίου του 2015, κατά τη συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι αρχηγοί κρατών
εξέφρασαν την αγανάκτηση που τους ενέπνεε ο κ. Τσίπρας : «Δεν μπορούμε άλλο!
Έχουν περάσει μήνες που δε μιλάμε παρά μόνο για την Ελλάδα! Πρέπει να πάρεις
μια απόφαση. Εάν δεν είσαι σε θέση να αποφασίσεις, θα αποφασίσουμε εμείς για
σένα» (8). Δε φαίνεται ήδη εδώ, το
προοίμιο, σίγουρα λίγο τραχύ, ενός φεντεραλισμού που έρχεται; «Πρέπει να
προχωρήσουμε», ήταν σε κάθε περίπτωση το συμπέρασμα του κ. Ολάντ στις 14
Ιουλίου από όλο αυτό το επεισόδιο. Να προχωρήσουμε, αλλά προς ποια κατεύθυνση;
Ε, λοιπόν, στην ίδια κατεύθυνση, ως συνήθως: «οικονομική διακυβέρνηση»,
«προϋπολογισμός της ευρωζώνης», «σύγκλιση με τη Γερμανία.» Διότι στην Ευρώπη,
πάντα όταν μια συνταγή καταστρέφει την οικονομική ή δημοκρατική υγεία του
ασθενούς, η δόση διπλασιάζεται. Από τη στιγμή που, σύμφωνα με τον Γάλλο
πρόεδρο, «η ζώνη του ευρώ διασφάλισε τη συνοχή της με την Ελλάδα (...) οι
συνθήκες μας αναγκάζουν να επιταχύνουμε (9).»
Ένας
αυξανόμενος αριθμός αριστεριστών και συνδικαλιστών πιστεύουν, αντίθετα, ότι θα
ήταν καλύτερα να σταματήσουμε και να συλλογιστούμε. Ακόμη και για εκείνους που
φοβούνται ότι μια έξοδος από το ευρώ ευνοεί τη διάλυση του ευρωπαϊκού σχεδίου
και την αφύπνιση των εθνικισμών, η ελληνική κρίση έχει προσφέρει ένα κλασικό
μάθημα, που δείχνει ότι το ενιαίο νόμισμα έρχεται σε μετωπική αντίθεση με τη
λαϊκή κυριαρχία. Μια τέτοια διαπίστωση όχι μόνο δεν αναχαιτίζει την ακροδεξιά
αλλά αντίθετα, την ενισχύει, δεδομένου ότι η ακροδεξιά δεν παραλείπει να
χλευάζει τα διδάγματα δημοκρατίας των αντιπάλων της. Και πώς να φανταστούμε ακόμη
ότι το ενιαίο νόμισμα μπορεί να συμβαδίσει κάποια στιγμή με μια πολιτική
κοινωνικής προόδου, μετά την ανάγνωση του χάρτη πορείας που τα κράτη του
Eurogroup, ομόφωνα, έστειλαν στον κ. Τσίπρα, διατάζοντας τον πρωθυπουργό της
αριστεράς να επιβάλει, χωρίς καθυστέρηση, μια σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική;
Στην ιστορία
της, η Ελλάδα έχει ήδη εγείρει μεγάλα και καθολικά ερωτήματα. Αυτή τη φορά μας
αποκάλυψε ποια είναι στ’αλήθεια αυτή η Ευρώπη που δεν θέλουμε πια.
Σερζ Χαλιμί