Sitia – Σητεία…
Έστω και κάπως αργά, τέλη Ιουλίου, μπήκαμε
στο καλοκαίρι. Εννοούμε το καλοκαίρι με τους καύσωνες την άπνοια και τις
κορεσμένες από κολυμβητές παραλίες. Όλες αυτές οι ενδείξεις ενεργοποιούν (αν
δεν είναι σχήμα οξύμωρο) τη «θερινή ραστώνη». Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της
απραξίας και της χαλάρωσης, ο κόλπος του Κουρεμένου, νοτίως του Βάι,
προσφέρεται να μας φιλοξενήσει. Στο να υλοποιήσουμε τα ανύπαρκτα σχέδιά μας, δηλ.
να μην κάνουμε τίποτα. Γνωστός αυτός ο κόλπος στο ανατολικότερο άκρο της Κρήτης
για τους ανέμους του, που ευνοούν το άθλημα της ιστιοσανίδας. Αν και την ημέρα
αυτή η άπνοια και η ακινησία του νερού έχουν τον πρώτο λόγο, πολυάριθμοι
«σέρφερς» πραγματοποιούν ελιγμούς κάπου «στα βαθειά».
Έτσι, για να πιστοποιηθεί η φήμη του κόλπου
ως ιδανικού για το άθλημα αυτό Αραχτοί όπως ήμασταν υπό τη σκέπη και τη σκιά
δασύφυλλων θάμνων (αφού τα αλμυρίκια είχαν καταληφθεί προ πολλού από τους
ενωρίς εγερθέντες), διαπιστώναμε με ικανοποίηση ότι η παραλία ελληνοκρατείτο,
τουλάχιστον στο βαθμό που η οπτική και η ακουστική μας ικανότητα μας επέτρεπαν
να γνωρίζουμε. Φωνές, γέλια τρανταχτά και ομιλίες χωρίς φραγμούς και περίσκεψη
έδιναν το στίγμα του ελληνικού στοιχείου.
Ο «αρχηγός» της διπλανής παρέας, αφού
πέρασε και ξαναπέρασε για να δροσιστεί στην παραδίπλα μας φιλόξενη ντουζιέρα, με ρώτησε από πού
είμαστε. «Από το μακρινό Ηράκλειο» του απάντησα, τονίζοντας το «μακρινό» και
όχι χωρίς λόγο. «Δεν είστε και από πολύ μακριά», παρατήρησε εκείνος. Τότε, μου
έδωσε την ευκαιρία να του αναπτύξω την προσωπική μου θεωρία - ετυμολογία για το
όνομα της Σητείας. Με σεβασμό πάντα για τις εκδοχές ειδικών που έχουν
προηγηθεί, εμμένοντας, όμως στη δική μου, που συνδυάζει την προέλευση του ονόματος
της πόλης της Σητείας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, αυτής του Νομού Λασιθίου.
Αυτή έχει ως εξής:
Οι Σαρακηνοί – Άραβες έρχονται στην Κρήτη το
824 – 828 μ.Χ. και διαλέγουν το Ηράκλειο για πρωτεύουσα του εμιράτου τους. το
οποίο περιβάλλεται από βαθιά τάφρο (khandaq - χαντάκι). Από εκεί παίρνει και το
όνομά της Rabdh el Khandaq δηλαδή Φρούριο της Τάφρου, εξελληνισμένο Χάνδακας.
Το 1211, η Κρήτη πέρασε στους Ενετούς.
Το σημερινό Ηράκλειο, ονομάστηκε Candia από
το «Khandaq - Χάνδαξ» και έγινε πρωτεύουσα της Κρήτης.
Το σημαντικό είναι ότι από το όνομα (του
Ηρακλείου) Candia, ονομάζεται και το νησί ολόκληρο, Izola di Candia δηλ. Νήσος
της Candia. Άρα, είναι σύνηθες φαινόμενο, από το όνομα μιας πόλης (Candia) να
ονοματοδοτείται και μια ευρύτερη περιοχή, δηλ. το νησί της Κρήτης. Έτσι,
σήμερα, από το Ηράκλειο πήρε το όνομά του ο Νομός του Ηρακλείου, από τα Χανιά,
ο Νομός των Χανίων κ.λπ. Ερχόμαστε τώρα στη Σητεία, αφού αναφέρουμε το σύνθημα
των Ολυμπιακών Αγώνων: Citius, Altius, Fortious, δηλ. Μακρύτερα, Ψηλότερα,
Δυνατότερα. Είναι πιθανό, οι Ενετοί, με
διοικητικό κέντρο και πρωτεύουσα το σημερινό Ηράκλειο (τότε Candia), να
θεωρούσαν την μεγαλύτερη τότε και ανατολικότερη πόλη της Κρήτης ως μια πόλη
«μακρινή», λαμβάνοντας υπόψη και τη δυσκολία μετάβασης, με τα μέσα της εποχής
και με τους υποτυπώδεις δρόμους, τότε. (Ασχέτως ότι και σήμερα, παρά την όποια
εξέλιξη, η Σητεία είναι ένας μακρινός προορισμός). Έτσι, της έδωσαν το όνομα «Η
Μακρινή» και στη γλώσσα τους …
La Citia ή ακουστικά La Sitia και με την
αποβολή του άρθρου έγινε … Sitia. Έτσι, προέκυψε στα ελληνικά η Σητεία. Τώρα,
για την ευρύτερη περιοχή: όπως είδαμε και παραπάνω, από το όνομα της
μεγαλύτερης πόλης, μπορεί να πάρει το όνομά της μια ευρύτερη περιοχή. Έτσι από
το La Citia ή La Sitia, με αποβολή του τελικού –a, προκύπτει το La Siti,
Lasiti, Λασίθι. Η μετατροπή του «t» σε «θ» και αντίστροφα, είναι μια γνωστή
πρακτική όταν μεταβαίνουμε από μια λατινογενή γλώσσα στα ελληνικά και
αντίστροφα, όπως: Θεσσαλονίκη, ο ξένος προφέρει Τεσσαλονίκη, Θεόδωρος = Τεόντορος
κ.λπ. όπως και το «δ» γίνεται «d» και αντίστροφα. Αυτά για την ετυμολογία της
λέξης Σητεία και της σύνδεσής της με το όνομα του νομού: Λασίθι. Φυσικά, έχουν
διατυπωθεί και άλλες εκδοχές, όμως μόνο επί ενετοκρατίας εμφανίζεται και
αναφέρεται το Lasiti.
Οδηγώντας στους στενούς μεν αλλά γεμάτους
πράσινο και με πολλές στροφές δρόμους των Σητειακών Ορέων, πήραμε μια γεύση από
τη σημερινή τεχνολογία προσπερνώντας απέραντα πάρκα με εγκαταστάσεις
φωτοβολταϊκών, κορυφογραμμές με νωχελικά περιστρεφόμενες ανεμογεννήτριες,
φτάσαμε κάποτε στο χωριό Καρύδι. Λέγεται πως την ονομασία του την οφείλει σε
πλάκα που βρέθηκε εκεί με ανάγλυφη παράσταση κλάδου καρυδιάς με καρπούς… Ως
ενδιαφέρον για τον επισκέπτη υπάρχει η δεξαμενή με γούρνες, όπου οι γυναίκες
έπλεναν στα παλιά χρόνια τα ρούχα του σπιτικού τους. Εκεί συναντήσαμε ένα
πρόσχαρο και φιλόξενο κάτοικο, υπερήφανο για το χωριό του και γνώστη της
ιστορίας και του ένδοξου παρελθόντος του.
Εκείνο, όμως, που μας έκαμε εντύπωση ήταν η
χρήση ενός ιδιωματικού γλωσσικού επιφωνήματος, που τείνει να εξαφανιστεί και
είναι πιθανώς χαρακτηριστικό της νοτιοανατολικής περιοχής του νομού Λασιθίου.
Με αυτό, ο ομιλητής, χρησιμοποιώντας το στην αρχή της πρότασης, θέλει να
προσελκύσει την προσοχή του ακροατή του. Είναι ένα σκέτο «Ο» και το προτάσσει
εκεί που σήμερα θα λέγαμε: «Κοίταξε να δεις», «άκου», «πρόσεξε», «δώσε βάση»
κ.ά. π.χ. Ο, ο, το χωριό μας είχε παλιά σταθμό με έντεκα χωροφυλάκους … ο, ο,
εγώ που βλέπεις βγάνω δέκα τόνους λάδι … ο, ο, έχομε στο χωριό δυο σπήλαια και
οι σπηλαιολόγοι λένε πως περνά ποταμός από μέσα … κ.λπ.
Στη διασταύρωση προς Βάι, επισκεφτήκαμε την
καλύβα του Νίκου. Παλιός καπετάνιος, ταξιδεμένος, επιτυχημένος επιχειρηματίας
και ηρακλειώτης, άφησε πίσω του τον «πολιτισμό» για να μετακομίσει και να
ριζώσει εκεί. Στα αμέτρητα στρέμματα γης που καλλιεργεί, παράγει λογής – λογής
προϊόντα, ξεκινώντας από τη μπανάνα, το φοίνικα, την ελιά, το μέλι, τα σύκα και
πολλά άλλα εξωτικά φυτά και φρούτα. Ως σημείο πώλησης έχει την «καλύβα» του.
Εκεί, γνωστός πια και διαφημισμένος σε εφημερίδες και περιοδικά, παγκοσμίως,
διαθέτει –κάνοντας το χόμπυ του- με τρόπο εκπληκτικό, μιλώντας –και πωλώντας-
με ευχέρεια πότε στα αγγλικά, στα γαλλικά, ή στα γερμανικά και τα ιταλικά και
σε άλλες γλώσσες τα προϊόντα του, διαφημίζοντας ταυτόχρονα την Κρήτη και την
ιδιαιτερότητά της. Μέσα στα αλλεπάλληλα κύματα των εποχούμενων τουριστών που
διέρχονται προς και από το Βάι και σχηματίζουν ουρά μπροστά από την υπαίθρια
(αν όχι 3 αυτοσχέδια) «αγορά» του, ο Νίκος, άριστος οικοδεσπότης, βρήκε το χρόνο
να τα πούμε και να μη μας αφήσει να φύγουμε χωρίς να μας προσφέρει σεμνά κι
ευγενικά, δείγματα από τα προϊόντα του…
Η Σητεία είναι μια όμορφη πόλη, αμφιθεατρικά
χρισμένη γύρω από το λιμάνι. Και είναι ομορφότερη τη νύχτα. Οι κάτοικοί της,
γνήσιοι απόγονοι του Βιτσέντζου Κορνάρου, καλόκαρδοι και ευαίσθητοι, είναι
εξωστρεφείς, ήσυχοι, καλλιεργημένοι, με χιούμορ και γνωρίζουν πώς να
απολαμβάνουν τις χαρές της ζωής, μικρές ή μεγάλες. Τα πολυάριθμα κέντρα,
καφενεία, ρακάδικα, εστιατόρια, μπαρ, κυρίως γύρω από το λιμάνι, είναι κάθε
βράδυ γεμάτα από κόσμο, κυρίως από κατοίκους της πόλης με τις οικογένειές τους,
αλλά και έλληνες και ξένους επισκέπτες. Τίποτα δεν μαρτυρά στον περαστικό τις
δυσκολίες των ημερών μας.
Είχε προηγηθεί επίσκεψη και μπάνιο στην
παραλία του Ρίχτη. Αν και η μετάβαση προς ανατολάς είχε ως κύριο σκοπό τη
διάσχιση του πανέμορφου φαραγγιού του Ρίχτη, διαπιστώθηκε και επιβεβαιώθηκε η
αρχή που θέλει αυτές τις διασχίσεις να γίνονται ομαδικά και οργανωμένα. Έτσι,
αφήσαμε για την επόμενη επίσκεψή μας να απολαύσουμε τα σημεία ενδιαφέροντος,
όπως την τοξωτή γέφυρα και τον καταρράκτη από τα νερά του ποταμού που ρέει όλο
το χρόνο…
Μεταβήκαμε οδικώς στην παραλία, μέσω ενός τσιμεντένιου δρόμου, (<5
χλμ.), όπου και η έξοδος του φαραγγιού, δρόμος που δεν είναι ο πλατύτερος ή ο
ασφαλέστερος που έχουμε περάσει. Κατάληξη σε ένα πλάτωμα, μπροστά στην παραλία.
Εκεί, μια συστάδα από πανύψηλα, γέρικα αλμυρίκια, προσφέρει απλόχερα την
πολυπόθητη σκιά για άνετη και δροσερή παραμονή.
Υπάρχει και τρεχούμενο –πόσιμο-
νερό, καθώς και μια ντουζίνα τραπέζια και πάγκοι χτιστοί, ικανοί να
εξυπηρετήσουν έως και εκατό εκδρομείς, για ξεκούραση και φαγητό. Μαζί με όλα
αυτά τα … ευεργετήματα σε μια ερημική τοποθεσία, ανάμεσα στα δέντρα και στύλοι
με φωτοβολταϊκές συστοιχίες. Σκοπός τους να παρέχουν φωτισμό τη νύχτα -υποθέτω.
Δυστυχώς, επειδή αναχωρήσαμε μετά το
μεσημέρι, δεν κατέστη δυνατό να διαπιστώσουμε πόσοι απ’ αυτούς όντως
λειτουργούν. Πάντως, από τον έναν έλειπαν τα φωτοβολταϊκά, από άλλο στύλο οι
λάμπες … φαινόμενα έλλειψης σεβασμού σε αγαθά που προορίζονται για τον οδοιπόρο
και το φίλο της φύσης.
Βουτήξαμε στα ζεστά και πεντακάθαρα νερά της
παραλίας και στη συνέχεια απολαύσαμε ένα γεύμα από τις προμήθειες που είχαμε
μαζί μας, κάτω από την πλούσια σκιά των δέντρων.
Καθώς πλησίαζε το μεσημέρι, η
μοναξιά μας διακόπηκε από παρέες που άρχισαν να καταφθάνουν. Κυρίως έλληνες,
αλλά και ξένοι. Οι δικοί μας, που είχαν σκοπό τη διανυκτέρευση εκεί, είχαν και
άρτια οργάνωση, εστία με υγραέριο, εφόδια για φαγητό και ύπνο κ.ά. Κάποιος
ρώτησε μεγαλοφώνως το μέλος της παρέας που ήταν και οδηγός: «Τώρα, τι θα
κάνεις;» κι εκείνος, αφού του έριξε μια καθόλου φιλική ματιά, του απάντησε:
«Εγώ ήρθα εδώ για να μην κάνω τίποτα…». Ήταν η πιο αυθόρμητη και φιλοσοφημένη
απάντηση που μπορούσε να δώσει κανείς εκεί.
Αλήθεια, με τι ασχολούνταν οι πρωτόπλαστοι
στον παράδεισο, πριν καταλήξουν στο προπατορικό αμάρτημα;
Ep.Peripatitis@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου